-
1 συν-ετός
συν-ετός, verständig, klug, einsichtsvoll; Pind. P. 5, 100 Ol. 2, 85; Soph. nennt Zeus u. Apollon ξυνετοὶ καὶ τὰ βροτῶν εἰδότες, O. R. 499; εὐξύνετον ξυνετοῖσι βοάν, Eur. I. T 1092; auch ξυνετά μοι δοκεῖς λέγειν, Verständiges, Phoen. 501, u. öfter, auch adv. συνετῶς, I. A. 466; Thuc. 1, 84. 2, 15 u. öfter, u. Folgde, wie Xen. Cyr. 2, 1, 31; οἱ συνετώτατοι, Pol. 3, 22, 3; auch adv., συνετῶς βουλευσάμενος, 1, 36, 2; συνετώτερον αὐτὸν εἶναι Ὀδυσσέως, Luc. Tim. 23; leicht zu verstehen, Her. 2, 57 Xen. u. A.; ἡλικίη, Philodem. 14 (XI, 41). – Bei Hesych. ist συνετὸς χιτών = σύμβλητος.
-
2 εὔ-σταχυς
-
3 εἴκω
εἴκω (mit dem Digamma, vgl. ὑποείκω, aor. εἴξασκε, Od. 5, 332), weichen: – a) sich zurückziehen, Hom., auch ὀπίσσω εἴκειν, zurückweichen, Il. 5, 606; τινί τινος, vor Jemandem in Etwas, z. B. Ἀργείοις χάρμης 4, 509; 14, 101; εἶκε πολέμου καὶ δηϊότητος 5, 348; προϑύρου, von der Thür, Od. 18, 10; εἴξατέ μοι νίκης Coluth. 171; auch τινί c. inf., Od. 5, 332; ohne casus, 2, 14, Platz machen, als Zeichen der Ehrerbietung. So εἴκω σοι τῆς ὁδοῦ Her. 2, 80; γέρουσιν ἕδρης Phocyl.; ἕδρας καὶ κλισίας ἕπιόντι Plut. am. et ad. discr. 22; εἶκε ϑυμοῦ, laß ab von deinem Zorn, Soph. Ant. 714. – b) nachstehen, geringer sein, τινί τι, Einem worin, Il. 22, 459 Od. 11, 515, τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων; auch εἴκειν πόδεσσι, an Schnellfüßigkeit nachstehen, 14, 221. – Her. u. Thuc. oft τοῖς πολεμίοις u. ä.; ἀνάγκῃ Aesch. Ag. 1041; κακοῖς Prom. 320, wie Soph. Ant. 468; συμφοραῖς Thuc. 1, 84. 2, 64; ϑεοῖς Ai. 652; κάκῃ, unterliegen, Plat. Menex. 246 b; ϑυμῷ Il. 9, 593, der Neigung des Gemüthes folgen, wie ὕβρει, ἀφραδίαις u. ä., 10, 122 Od. 14, 262. 18, 139, sich davon fortreißen lassen; πενίῃ, sich durch Armuth verleiten lassen, 14, 157; ὀργῇ Thuc. 1, 38; τῇ ἡλικίῃ Her. 7, 18; εἶξαι ἵππῳ τὰ ἡνία ταῖς χερσίν, einem Pferde die Zügel nachlassen, schießen lassen, Iliad. 23, 337, Aristarch erklärte χαλάσαι, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 147; ὁπηνίκ' ἂν ϑεὸς πλοῠν ἡμῖν εἴκῃ, gestattet, Soph. Phil. 465; οὐκ ὀρϑῶς τοῠτο εἴξαντος τοῠ νομοϑέτου Plat. Legg. VI, 781 a.
-
4 ἀκμαῖος
ἀκμαῖος, blühend, kräftig, ἥβη Aesch. Spt. 11: πῶλοι Eum. 383; φύσιν ἀκμαῖος Pers. 433; παρϑένος, heirathsfähig, Luc. Deor. D. 8, 2; ἀκμαίη πρὸς ἔρωτα Ep. ad. 660 (VII, 221); ἡλικίη Diosc. 2 (XII. 14). u. öfter in erotischen Gedichten; – ὡς ἀκμαῖος μόλοι, wie käme er zur rechten Zeit, Soph. Ai. 904; τὸ ἀκμαῖον τοῠ χειμῶνος Arr. 4, 7, 1; Pol. 3, 102 μεσημβρία τὸ τοῠ φωτὸς ἀκμαιότατον, wo das Licht am kräftigsten ist; ἀκμαῖαι ἡμέραι, die eigentlichen Festtage, Ath. V, 180 c; ἀκμαῖος τὴν ὀργήν, im höchsten Zorn, Luc. Tim. 3. – Adv. ἀκμαίως, z. B. ἔχειν κατὰ τὴν ἡλικίαν Pol. 32, 15, 7, in der Blüthe des Alters stehen.
См. также в других словарях:
ἡλικίη — ἡλικία time of life fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικίῃ — ἡλικία time of life fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικίηι — ἡλικίῃ , ἡλικία time of life fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό … Dictionary of Greek
ιμερτός — ἱμερτός, ή, όν (Α) [ιμείρω) 1. αγαπητός, ποθητός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱμερτόν η ερωτική επιθυμία 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ιμερτός επίθ. τού Απόλλωνος και τού Διονύσου 4. φρ. «ἱμερτὴ ἡλικίη» αγαπητή ζωή … Dictionary of Greek
ομοειδής — ές (ΑΜ ὁμοειδής, ές) 1. αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος, αυτός που έχει τις ίδιες ιδιότητες 2. αυτός που είναι όμοιος με άλλον στη μορφή ή στο σχήμα αρχ. 1. ομογενής 2. αντίστοιχος («ἡλικίῃ μάλιστα τῇ ὁμοειδέϊ», Ιπποκρ.) 3. ομοιόμορφος 4. αυτός… … Dictionary of Greek
συμβαίνω — ΝΜΑ [βαίνω] 1. γίνομαι, συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», Ξεν. γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», Πλάτ.) 2. (τριτοπρόσ.) συμβαίνει γίνεται κάτι, συντελείται κάτι, ιδίως τυχαία (α.… … Dictionary of Greek