Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἡλικίη

См. также в других словарях:

  • ἡλικίη — ἡλικία time of life fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικίῃ — ἡλικία time of life fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικίηι — ἡλικίῃ , ἡλικία time of life fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό …   Dictionary of Greek

  • ιμερτός — ἱμερτός, ή, όν (Α) [ιμείρω) 1. αγαπητός, ποθητός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱμερτόν η ερωτική επιθυμία 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ιμερτός επίθ. τού Απόλλωνος και τού Διονύσου 4. φρ. «ἱμερτὴ ἡλικίη» αγαπητή ζωή …   Dictionary of Greek

  • ομοειδής — ές (ΑΜ ὁμοειδής, ές) 1. αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος, αυτός που έχει τις ίδιες ιδιότητες 2. αυτός που είναι όμοιος με άλλον στη μορφή ή στο σχήμα αρχ. 1. ομογενής 2. αντίστοιχος («ἡλικίῃ μάλιστα τῇ ὁμοειδέϊ», Ιπποκρ.) 3. ομοιόμορφος 4. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • συμβαίνω — ΝΜΑ [βαίνω] 1. γίνομαι, συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», Ξεν. γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», Πλάτ.) 2. (τριτοπρόσ.) συμβαίνει γίνεται κάτι, συντελείται κάτι, ιδίως τυχαία (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»