Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἡλίου

См. также в других словарях:

  • Ηλιού, Ηλίας — (Λήμνος 1904 – Αθήνα 1985).Πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αρχικά άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στη Μυτιλήνη και αργότερα στην Αθήνα. Παράλληλα ασχολήθηκε με την πολιτική κίνηση της εποχής του και στις εκλογές του 1932… …   Dictionary of Greek

  • Ηλιού, Φίλιππος — (1931 –). Ιστορικός. Γιος του πολιτικού της Αριστεράς Ηλία Ηλίου, σπούδασε ιστορία στο Παρίσι. Από το 1983 εκδίδει μαζί με τον Σπύρο Ασδραχά και τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο το περιοδικό Ιστορικά. Είναι πρωτεργάτης και πρόεδρος των ΑΣΚΙ (Αρχεία… …   Dictionary of Greek

  • Ἠλίου — Ἠλίας masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιοῦ — ἡλιόομαι live in the sun imperf ind mp 2nd sg ἡλιόομαι live in the sun pres imperat mp 2nd sg ἡλιόομαι live in the sun imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ἡλιόω live in the sun imperf ind mp 2nd sg ἡλιόω live in the sun pres imperat mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡλίου — Ἥλιος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλίου — ἥλιος sun masc gen sg ἡλιόω live in the sun imperf ind act 3rd sg ἡλιόω live in the sun pres imperat act 2nd sg ἡλιόω live in the sun imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηλίου Κρήνη — Λίμνη της Αιγύπτου, Δ του Νείλου. Εκεί στάθμευσε ο Μέγας Αλέξανδρος όταν πήγαινε στο Μαντείο του Άμμωνα. Το νερό της ήταν πικρό …   Dictionary of Greek

  • χἠλίου — ἡλίου , ἥλιος sun masc gen sg ἡλίου , ἡλιόω live in the sun imperf ind act 3rd sg ἡλίου , ἡλιόω live in the sun pres imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιολατρία — Η λατρεία του Ήλιου ως θεού. H παράδοση της θεοποίησης του Ήλιου, που ως πηγή φωτός και θερμότητας ήταν εύλογο να ταυτιστεί συμβολικά από την πρωτόγονη φαντασία με την αρχέγονη δημιουργική δύναμη του κόσμου, συνδέεται κυρίως με τις θρησκευτικές… …   Dictionary of Greek

  • έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… …   Dictionary of Greek

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»