Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡδυπαϑής

См. также в других словарях:

  • ἡδυπαθής — living pleasantly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδυπαθής — ές (AM ἡδυπαθής, ές) αυτός που ζει βίο ηδονικό, που ρέπει προς τις ηδονές τής σάρκας, φιλήδονος το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδυπαθές ήδυπάθεια, φιληδονία. επίρρ... ηδυπαθώς (Α ἡδυπαθώς) με ηδυπαθή τρόπο, ηδονικά, φιλήδονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + παθής… …   Dictionary of Greek

  • ηδυπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που έχει ροπή προς τις ηδονές της σάρκας, φιλήδονος, ακόλαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡδυπαθῆ — ἡδυπαθής living pleasantly neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδυπαθές — ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem voc sg ἡδυπαθής living pleasantly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδυπαθοῦς — ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδυπαθῶς — ἡδυπαθής living pleasantly adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάγνος — η, ο, θηλ. και α (AM λάγνος, η, ον, θηλ. και ος, Α και λάγνιος, ία, ον και αττ. τ. αρσ. λάγνης) επιρρεπής στις σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος, ηδυπαθής, ακόλαστος νεοελλ. αυτός που περιέχει ηδονική διάθεση, ηδυπαθής («λάγνα μάτια») αρχ. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • ἡδυπαθεῖ — ἡδυπαθέω live pleasantly pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἡδυπαθέω live pleasantly pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἡδυπαθής living pleasantly… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδυπαθεῖς — ἡδυπαθέω live pleasantly pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem acc pl ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαρός — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»