-
1 άθλος
-
2 ἆθλος
-
3 ἆθλος
ἆθλος, ὁ, [var] contr. from [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] ἄεθλος, which alone is used by Hom. (except in Od.8.160), and mostly by Hdt. and Pi.:—A contest either in war or sport, esp. contest for a prize, Hom.; νικᾶν τοιῷδ' ἐπ' ἀέθλῳ (for the arms of Achilles) Od. 11.548; ἄεθλος πρόκειται a task is set one, Hdt.1.126;ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄ. ὑποκείσεται Pi.O.1.84
; ἄεθλον προτιθέναι to set it, Hdt.7.197; ἆθλοι Πυθικοί, Δελφικοί, S.El.49, 682; toil, Pi.P.4.165; of the labours of Heracles, D.S.4.11, etc.: metaph., conflict, struggle, ordeal, Alc.33, A.Pr. 702, 752, S.Ant. 856. -
4 ἆθλος
ἆθλος, ὁ, = ἄεϑλος, Kampf, Wettkampf, Hom. einmal, Od. 8, 160 οὐ γάρ σ' οὐδέ, ξεῖνε, δαήμονι φωτὶ ἐίσκω, ἄϑλων, οἷά τε πολλὰ μετ' ἀνϑρώποισι πέλονται, vgl. Lehrs Aristarch. 151; – Πυϑικοί, die pythischen Kampfspiele, Soph. El. 49; γυμνικοὶ καὶ ἱππικοί Plat. Legg. XII, 949 a; Dem. 60, 13. Daher Anstrengung, oft bei Trag., auch in Prosa, Ἡρακλέους, die Arbeiten des Herkules, Isocr. 5, 109.
-
5 αθλος
эп.-ион. άεθλος ὅ1) борьба, состязание(νικᾶν ἐν τῷ ἀέθλῳ Hom.; ἆθλοι Πυθικοί Soph.; ἆθλοι γυμνικοὴ καὴ ἱππικοί Plat.)
2) труд, задание, делоὁ προκείμενος ἄ. Her. — заданная работа;
ἀέθλους προθεῖναί τινί τινας Her. — возложить на кого-л. какие-л. задачи;3) мучение, страдание Aesch., Soph. -
6 ἆθλος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἆθλος
-
7 ἄθλος
ἄθλος, Kampf, Wettkampf; die pythischen Kampfspiele; daher Anstrengung; die Arbeiten des Herkules. -
8 άθλος
-
9 ἆθλος
τὸ ἆθλον / ὁ ἆθλος 1. усилие, подвиг ради первенства; 2. награда за победу на состязаниях (ср. атлет) -
10 άθλος
[атлос] ουσ. а подвиг,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άθλος
-
11 άθλος
[атлос]ουσ α подвиг. -
12 άθλος
yiğitlik, büyük başarı -
13 πρώτ-αθλος
πρώτ-αθλος, ὁ, = πρωταγωνιστής (?).
-
14 πολύ-ᾱθλος
πολύ-ᾱθλος, viele Siegespreise oder Siege in den Kämpfen davongetragen habend, ϑεός, Luc. D. D. 10, 1.
-
15 πάντ-αθλος
πάντ-αθλος, in allen Wettkämpfen erfahren (?).
-
16 πέντ-αθλος
πέντ-αθλος, ὁ, ion. πεντάεϑλος, der den Fünfkampf, πένταϑλον, Treibende od. Uebende, πεντάεϑλος ἀνήρ, Her. 9, 75; πένταϑλον αὐτὸν δεῖ εἶναι καὶ ὕπακρον, Plat. Riv. 138 d; übertr. sagt Xen. Hell. 4, 7, 5 ὥςπερ πένταϑλος, πάντῃ ἐπὶ τὸ πλέον ὑπερβάλλειν ἐπειρᾶτο, mit Hindeutung darauf, daß der das Pentathlon Uebende zwar alle fünf Kampfspiele treibt und in der Gesammtheit den Sieg davonträgt, aber im Einzelkampf denen, die nur diese eine Kampfart treiben, nachsteht; vgl. Plut. Symp. 9, 2, 2 u. D. L. 9, 37.
-
17 σύν-αθλος
σύν-αθλος, mitkämpfend, Sp.
-
18 φιλο-πέντ-αθλος
φιλο-πέντ-αθλος, den Fünfkampf liebend, treibend, Schol. Pind. N. 7, 16.
-
19 φίλ-αθλος
-
20 εὔ-αθλος
εὔ-αθλος, glücklich kämpfend, Pind. I. 5, 3.
См. также в других словарях:
άθλος — Αγώνας σε περίοδο πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης. Συναγωνισμός, άμιλλα για την κατάκτηση επάθλου. Κατόρθωμα μετά από μεγάλη προσπάθεια και κόπο. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να υποδηλώσει τα κατορθώματα των μυθικών ηρώων της αρχαιότητας… … Dictionary of Greek
άθλος — ο αγώνας, πάλη, κατόρθωμα: Η επιτυχία του νέου αυτού ήταν πραγματικός άθλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἆθλος — ἆ̱θλος , ἆθλος contest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀέθλους — ἆθλος contest masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄεθλοι — ἆθλος contest masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄεθλος — ἆθλος contest masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερόαθλος — καρτερόαθλος, ον (Α) αυτός που πάλεψε με καρτερία, που έδειξε επιμονή και αντοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + άθλος (< ἄθλος), πρβλ. αρίστ αθλος, φίλ αθλος] … Dictionary of Greek
πολύαθλος — ον, ΜΑ αυτός που αριστεύει σε πολλούς αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἆθλος (πρβλ. εύ αθλος, μυρί αθλος)] … Dictionary of Greek
αθλοσύνη — ἀθλοσύνη, η (Μ) [ἆθλος] άθλος, αγώνισμα … Dictionary of Greek
εύαθλος — εὔαθλος και εὐάεθλος, ον (Α) 1. αυτός που αγωνίζεται με επιτυχία, ο νικητής («κίρναμεν... εὐαέθλου γενεᾱς ὕπερ», Πίνδ.) 2. αυτός που κερδήθηκε σε νίκη («εὐάθλων γεράων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αθλος (< άθλον), πρβλ. πέντ αθλος] … Dictionary of Greek
μεγάλαθλος — μεγάλαθλος, ον (Μ) αυτός που κάνει μεγάλους άθλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) + ἆθλος (πρβλ. πέντ αθλος)] … Dictionary of Greek