Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἠρώνα

См. также в других словарях:

  • ηρώνα — ἡρώνα, ἡ (Α) [ήρως] επιγρ. λειτούργημα …   Dictionary of Greek

  • Ἥρωνα — Ἥρων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡρῴνας — ἡρῴνᾱς , ἡρωίνη heroine fem acc pl ἡρῴνᾱς , ἡρωίνη heroine fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВЕРОНА —    • Verōna,          Ου̉ήρωνα, Βηρών, город евганейцев, в транспаданской Галлии, на реке Athesis, позже принадлежал ценоманам (Liv. 5, 35), а впоследствии стал римской колонией (Tac. hist. 3, 8) и достиг большого значения. Там родились Катулл и… …   Реальный словарь классических древностей

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • κτησίβιος — (3ος 2ος αι. π.Χ.). Μηχανικός από την Αλεξάνδρεια. Η εργασία του αναπτύχθηκε κυρίως στο πεδίο των υδραυλικών μηχανών και των μηχανών πεπιεσμένου αέρα· σε αυτόν αποδίδεται η εφεύρεση της αντλίας και του υδραυλικού οργάνου με την ονομασία ύδραυλις …   Dictionary of Greek

  • τρίγωνο — Γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει αν τρία σημεία, τα οποία δεν βρίσκονται σε ευθεία, συνδεθούν ανά δύο με ευθύγραμμα τμήματα. Τα τρία τμήματα των ευθειών καλούνται πλευρές και τα σημεία κορυφές του τ. Ως προς τις πλευρές, το τ. μπορεί να είναι… …   Dictionary of Greek

  • φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …   Dictionary of Greek

  • αιολόσφαιρα — Είδος αρχέτυπου ατμοστρόβιλου που κατασκευάστηκε από τον Αλεξανδρινό μαθηματικό και φυσικό Ήρωνα το 120 π.Χ. και με τον οποίο διακριβώθηκε για πρώτη φορά η κινητήρια δύναμη του ατμού. Ο Ρωμαίος μηχανικός Βιτρούβιος την ονόμαζε αιολιπίλη. Ήταν μια …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»