Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Πολυ-ήρης

См. также в других словарях:

  • πολυήρης — ύηρες, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που έχει πολλά κουπιά («πολυήρεις ἐπακτρίδες», Αγαθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ήρης (II)* (πρβλ. τρι ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • πλειστήρης — ῆρες, Α (ποιητ. τ.) 1. ο αποτελούμενος από πολλά μέρη, πολλαπλός 2. (κατ επέκτ.) (για τον χρόνο) αυτός που έχει πολύ μεγάλη διάρκεια, ο μακρός («ἅπας πλειστήρης χρόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + κατάλ. ήρης (πρβλ. κοπ ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • τρεις — τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»