-
1 πολυήρης
πολυ-ήρης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυήρης
-
2 ἦρα
Grammatical information: v.Meaning: `please somebody' ( ἐπὶ) ἦρα φερειν (Il.), posthom. w. gen. = χάριν `to somebody's pleasure' (B., Call.).Other forms: acc. sg. (pl. n.?).Derivatives: ἐρί-ηρες pl.`faithful' s. v., also ἐπίηρος, ἐπιήρ-ανος `acceptable, pleasant, grateful', s. vv. Also βριηρόν μεγάλως κεχαρισμένον H. (wrong for ἐρί- ?). PN Πολυ-ήρης a. o. (Bechtel Hist. Personennamen 194f.). - On Lesb. ἠρώνα s.v..Origin: IE [Indo-European] [1165] *uēr- `friendliness'Etymology: An original Ϝῆρ-α (on the digamma Chantraine Gramm. 1, 152; on the formation Sommer Nominalkomp. 138) gives several formal possibilities for connection. A connection with Lat. se-vērus `earnest' (\< * sē vērō "without friendliness"), Germ., e. g. OWNo. vǣrr `friendly', OHG ala-wāri ` friendly', further to the word for `true', Lat. vērus = OIr. fir = Germ., e. g. OHG wār, OCS věra `faith' a. o. seems possible (Prellwitz KZ 44, 152, Bechtel Lex. 138 a. o.). In Greek some try to connect ἑορτη, ἔρανος, ἔροτις, s. vv. - Not with Fick 1, 130, Prellwitz a. o. and Bq to Skt. vr̥ṇóti `avert' etc. (s. ἔρυμαι). See W.-Hofmann s. sevērus and vērus.Page in Frisk: 1,641-642Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἦρα
См. также в других словарях:
πολυήρης — ύηρες, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που έχει πολλά κουπιά («πολυήρεις ἐπακτρίδες», Αγαθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ήρης (II)* (πρβλ. τρι ήρης)] … Dictionary of Greek
πλειστήρης — ῆρες, Α (ποιητ. τ.) 1. ο αποτελούμενος από πολλά μέρη, πολλαπλός 2. (κατ επέκτ.) (για τον χρόνο) αυτός που έχει πολύ μεγάλη διάρκεια, ο μακρός («ἅπας πλειστήρης χρόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + κατάλ. ήρης (πρβλ. κοπ ήρης)] … Dictionary of Greek
τρεις — τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις … Dictionary of Greek