Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἠθᾰλέος

См. также в других словарях:

  • ηθαλέος — ἠθαλέος, η, ον (Α) 1. συνηθισμένος 2. (για ζώα) τιθασευμένος, εξημερωμένος, ήμερος («ἠθαλέοι ταῡροι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + κατάλ. αλέος (πρβλ. νυστ αλέος, φρικ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • ἠθαλέοιο — ἠθαλέος accustomed masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθάλεοι — ἠθαλέος accustomed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθαλέας — ἠθαλέᾱς , ἠθαλέος accustomed fem acc pl ἠθαλέᾱς , ἠθαλέος accustomed fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»