Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἠβαιός

См. также в других словарях:

  • ηβαιός — ἠβαιός, ά, όν (Α) (ιων. τ. τού βαιός) (συνήθ. με το αρνητικό ουδέ) 1. μικρός, λίγος («οὔ οἱ ἔνι φρένες, οὐδ ἠβαιαί» δεν έχει μυαλό, ούτε λίγο, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠβαιόν καθόλου («οὐδ ἠβαιόν», Ομ. Οδ.) 3. φρ. «ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους» σε… …   Dictionary of Greek

  • ἠβαιός — small masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠβαιόν — ἠβαιός small masc acc sg ἠβαιός small neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠβαιαί — ἠβαιός small fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠβαιοῖσιν — ἠβαιός small masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠβαιῇ — ἠβαιός small fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠβαιήν — ἠβαιός small fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»