Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βαιών

См. также в других словарях:

  • βαίων — βαΐων , βάιον measuring rod neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαιῶν — βαία nurse fem gen pl βαιός little fem gen pl βαιός little masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαίων — Βαί̱ων , Βαῖος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάγιο — και βάγι, το (AM βαΐον) κλαδί φοινικιάς («ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῡς εἰς Ἱεροσόλυμα ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτοῡ» (Ιωάν. 12.13) μσν. νεοελλ. φρ. «μετά βαΐων και κλάδων» με μεγάλη επισημότητα, με θερμές… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • INCENSUM — recentioris Latinitatis auctoribus, idem quod θυμίαμα Uranio in Arabicis, apud Steph. ubi tus hoc nomine per excellentiam denotatur, quod hodieque Eucens Galli vocant: alias in genere pro suffimento. Cuiusmodi suffimentorum s. thymiamatum usus in …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OLIVA — I. OLIVA German. Olven Kloster, monasterium 1. tantum milliar. Prussico a Gedano, in Polonia, ubi pax coiit A. C, 1660. Inter Imperatorem, Regesque Poloniae, Sueciae et Daniae. Conditum A. C. 1180. a Subislao, Cassubiae et Pomerelliae Principe,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OSANNA — acclamatum DOMINO nostro Hierosolymam adventanti, Ω᾿σαννὰ τῷ ὑιῷ Δαβὶδ, Osanna, filio David, ex Hebraeo Hoschahana, compendiô sermonis dici, apud Hebraeos, consuevit, in acclamationibus, pro Hoschiah na, Ναὶ σῶσον, Serva obsecro. Id enim moris in …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PALMAE seu Palmarum dies — sen Palinarum Festum, seu dominica in Ramis Palmarum, seu in Palmis, dictus est dies Dominicus, qui Pascha antecedit, quia in eo, inquit Isidor. de Divin. Offic. l. 1. c. 27. Dominus et Servator noster, sicut Propheta cecinit, Hierusalem tendens… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… …   Dictionary of Greek

  • πρωτονοτάριος — Εκκλησιαστικό αξίωμα, που δίνεται στους πρεσβύτερους και στους διάκονους ή αναγνώστες, σπάνια δε σε λαϊκούς. Ο π. συντάσσει διάφορα έγγραφα, μετέχει σε ανακρίσεις για γάμους ή περιουσιακές διαφορές, διαβάζει το Ευαγγέλιο την Κυριακή των Βαΐων και …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»