-
1 θημών
A heap,ἠΐων θημῶνα.. καρφαλέων Od.5.368
;θ. ἀχύρων Arist.Mete. 344a26
;θημῶνα νηῆσαι Opp.H.4.496
, cf. Ph. ap. Eus.PE8.7: pl., Ph.2.97. -
2 καρφαλέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρφαλέος
-
3 ἤϊα
A provisions for a journey, [dialect] Ep. word, Hom.mostly in Od.,δεῦτε, φίλοι, ἤϊα φερώμεθα 2.410
, cf. 289; ;ἐξέφθιτο ἤϊα πάντα 12.329
; ἐν δὲ καὶ ᾖα κωρύκῳ [ἔθηκε] 5.266, cf. 9.212: generally, [ἔλαφοι] παρδαλίων τε λύκων τ' ἤϊα πέλονται food for wolves, Il.13.103; ἤϊα κριθάων,= ἄλευρα, Nic.Al. 412.II ὡς δ' ἄνεμος.. ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων, i.e. a heap of husks or chaff (= ὀσπρίων καλάμαι acc. to Eratosth. ap. Eust.1445.42), Od.5.368;τὴν γαστέρ' ᾔων κἀχύρων σεσαγμένος Pherecr.161
. (Etym. uncertain: not related to the sg. [full] ἤϊον which is glossed by παρειάν, γνάθον, Hsch.; cf. εἰαί, εἶοι.) [ῐ, but [pron. full] ῑ Od.2.289, 410, Il.13.103.]------------------------------------A ibo). -
4 ἤῖα
ἤῖα, ᾖα: (1) provisions, food, Il. 13.103. (Od.)— (2) gen. ἠίων θημῶνα, heap of chaff, Od. 5.368†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἤῖα
См. также в других словарях:
ήια — (I) ἤϊα και ᾖα, τὰ (Α) 1. προμήθειες για ταξίδι, εφόδια («καὶ νύκεν ἤϊα πάντα κατέφθιτο», Ομ. Οδ.) 2. τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μια άποψη, πρόκειται για την ονομ. πληθ. τού ουδ. τού ρηματ. επιθ. ήιος «πορεύσιμος (< είμι «πηγαίνω») … Dictionary of Greek
θημών — θημών, ὁ (Α) σωρός («ὡς δ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τίθημι. Η αρχική σημασία «σωρός» εξειδικεύθηκε πολύ νωρίς σε «σωρός από θερισμένα στάχια»] … Dictionary of Greek
καρφαλέος — καρφαλέος, α, ον (Α) 1. πολύ ξερός, κατάξερος (α. «ὡς δ ἄνεμος... ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ. β. «καρφαλέον δὲ οἱ ἀσπίς... ἄϋσεν» η ασπίδα του έβγαλε ξερό, δηλ. οξύ ήχο, Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ξεραίνει κάτι («καρφαλέον πῡρ», Νίκ.).… … Dictionary of Greek