-
1 Έκκριτος
-
2 Ἔκκριτος
-
3 έκκριτος
-
4 ἔκκριτος
-
5 ἔκκριτος
ἔκ-κρῐτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκκριτος
-
6 έκκριτον
-
7 ἔκκριτον
-
8 εκκρίτως
-
9 ἐκκρίτως
-
10 Έκκριτον
-
11 Ἔκκριτον
-
12 Εκκρίτου
-
13 Ἐκκρίτου
-
14 Εκκρίτω
-
15 Ἐκκρίτῳ
-
16 έκκριτα
-
17 ἔκκριτα
-
18 έκκριτοι
-
19 ἔκκριτοι
-
20 εκκρίτοις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἔκκριτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκκριτος — picked out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκκριτος — η, ο (AM ἔκριτος, ον) 1. επίλεκτος, εξαίρετος 2. αυτός που αποχωρίστηκε με έκκριση … Dictionary of Greek
ἐκκρίτως — ἔκκριτος picked out adverbial ἔκκριτος picked out masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκκριτον — ἔκκριτος picked out masc/fem acc sg ἔκκριτος picked out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκρίτοις — ἔκκριτος picked out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐκκρίτου — Ἔκκριτος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκρίτου — ἔκκριτος picked out masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκρίτους — ἔκκριτος picked out masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκρίτων — ἔκκριτος picked out masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐκκρίτῳ — Ἔκκριτος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)