-
1 Επιγόνους
-
2 Ἐπιγόνους
-
3 επιγόνους
-
4 ἐπιγόνους
-
5 εὐ-ημερέω
εὐ-ημερέω, heiter, ruhig, still sein, vom Wetter, u. übertr., ταῖσι Θήβαις εἰ τὰ νῦν εὐημερεῖ καλῶς τὸ πρὸς σέ Soph. O. C. 622, wenn Theben jetzt in Ruhe lebt mit dir; heiter, lustig sein, σκώπτοντος αὐτὸν τοῦ Φιλίππου καὶ εὐημεροῠντος Ath. VI, 248 d. – Gew. einen guten, glücklichen Tag haben, übh. glücklich sein, sich wohl befinden; Soph. El. 643 εὐημεροῦσαν wird ἑκάστῃ ἡμέρᾳ εὖ διάγουσαν erkl.; poet. bei D. Sic. 12, 14; τὸ εὐημεροῠν τῆς πόλεως Arist. pol. 5, 8; oft von Thieren, sich wohl befinden, im Ggstz von κακῶς ἔχειν, H. A. 6, 19. 8, 12; vom Siege, D. Sic. 13, 16, wie Aesch. τὴν ἐκκλησίαν εὐημερήσας ῳχόμην φέρων 2, 63; ähnl. von Dichtern u. Schauspielern, mit einem Stücke Glück haben, siegen, ἀγών, ἐν ᾡ τοὺς Ἐπιγόνους εὐημερήκει Ath. XIII, 584 d, vgl. Machon ib. 577 d; ἐν ἅπασιν Philem. Ath. VII, 288 d (V. 3); ϑέατρον ἀκροάματος εὐημεροῠντος παρελϑεῖν Plut. de curios. 13.
-
6 εὐημερέω
A spend one's days cheerfully, S.El. 653; ταῖσι Θήβαις εἰ.. εὐημερεῖ καλῶς τὰ πρὸς σέ though your relations with Thebes are all fair weather, Id.OC 616; τὸ εὐημεροῦν τῆς πόλεως the prosperous class, Arist.Pol. 1308b24; πόλεις εὐημεροῦσαι ib. 1322b38; εὐ. καὶ τροφὴν ἄφθονον ἔχειν thrive, Id.HA 573b22; opp. χαλεπῶς ἔχειν, ib. 597b10;εὐ. τοῖς σώμασι Id.GA 775b16
.2 to be successful in a thing,τὴν ἐκκλησίαν -ήσας ᾠχόμην φέρων Aeschin.2.63
; κάθ' ὑπερβολὴν εὐ. Thphr.Char.21.11; ap.Ath.13.577d; of physicians, to be successful with a remedy, Gal.12.749: c.acc., τοὺς Ἐπιγόνους εὐημερήκει, of a dramatist, Ath.13.584d; of an actor,εὐ. ἐπὶ τραγῳδίας Suid.
s.v. σαυτὴν ἐπαινεῖς; ἀκρόαμα εὐημεροῦν Plu.2.521f: generally, have good luck,ἐν ἅπασιν Philem.79.3
, cf. Com.Adesp.110.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐημερέω
-
7 παραπέμπω
A send past, ἀλλ' Ἥρη παρέπεμψεν conveyed [the Argo] past or through the Symplegades, Od.12.72 : metaph., σαρκὶ καὶ γάλακτι π. τὸν βίον support life, Agatharch.30, cf. 99, Hyp.Fr. 219a ; π. τὴν νύκτα pass the night, Poll.6.109 :—[voice] Med., π. τὸν κάματον while it away, Sch.Ar. Nu. 1360.3 escort, of ships of war convoying merchant vessels, D.21.167, cf. 8.25 ([voice] Pass.) ;π. τὰ ἱερὰ στρατεύματα IGRom.3.1421.7
(Prusias, iii A. D.): generally, escort, Lyr.Alex.Adesp.1.12, etc. ;π. τινὰ πρὸς τὴν οἰκίαν Plu.Per.5
;π. τὰ ἱερά IG22.1078
(iii A. D.) ; esp. escort to the grave,χορῷ.. τὸ σῶμα Posidon.14J.
(so in [voice] Med.,τὸ σῶμα παραπέμψασθαι ἐπὶ τὴν κηδείαν IG12(7).53.19
([place name] Amorgos)):—[voice] Pass.,ἐτάφη καὶ παρεπέμφθη πανδημεί D.L.3.41
; of a bridal procession, to be escorted to the bridechamber, Luc.DMar.5.1.b attend a person, of Roman clients, Epict.Ench.25.2 ; escort, attend to or from the forum, D.C.43.22, 58.11 : metaph., of philosophy,τὸ -πέμψαι δυνάμενον M.Ant.2.17
;τὸν ὑπόλοιπον βίον ὑπὸ δόξης χρηστῆς παραπεμφθῆναι Hyp.Dem.21
.4 convoy supplies, provisions, etc., to an army,π. τισὶ παραπομπήν X. HG7.2.18
; σῖτον Philipp. ap. D.18.77, cf. 50.58.5 send troops along the line or along the flanks, in support, ;εὐζώνους εἰς τὰ πλάγια Id.An.6.3.15
, cf. Ages.2.3.6 bring also or besides,φέρε, παῖ,.. ὕδωρ, π. τὸ χειρόμακτρον Ar.Fr. 502
:—[voice] Pass., to be sent in addition, SIG613.19 (Delph., ii B. C.).II of voice, etc., pass on, send to, of an echo,π. στόνον τινί S.Ph. 1459
(anap.) ; θόρυβον π. τινί waft him applause, Ar.Eq. 546 ; μουσικῇ π. ἑαυτόν give oneself up to.., Plu.Sol.29, cf. Phld.Mus.p.108K. ;χάριτι π. ἀτύφῳ Plu. Cat.Mi.46
:—[voice] Med., φωνὴν π. D.C.74.14.b of light, reflect, M.Ant. 8.57.c metaph., δόγματα φαντάζεσθαι καὶ π. Id.10.9.III dismiss, Philipp. ap. D.18.166, Plb.30.19.17, D.S.26.1, etc.:—[voice] Med., dismiss one's pupil, D.L.8.87 ; put away one's wife, Apollod.1.9.28.2 give up, omit,τὸ λουτρόν Sor.1.46
, cf. Phld.Rh.1.181 S. ; reject, Sor.1.118, M.Ant.1.8 ;τὰς δεήσεις J.AJ6.3.5
:—[voice] Med., reject, A.D. Synt. 6.7, al. ; omit,πλείονα.. ἱστορούμενα Philum. Ven. 36.3
.IV transmit an inheritance, Arg.Is.10, Procop.Arc.11 : metaph., π. ἔχθος εἰς τριγονίαν ib.15 ;μνήμην εἰς τοὺς ἐπιγόνους Id.Aed.1
Praef.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπέμπω
См. также в других словарях:
Ἐπιγόνους — Ἐπίγονος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγόνους — ἐπίγονος born besides masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
άδραστος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, κόρης του Άβαντα. Αδελφοί του ήταν ο Παρθενοπαίος, ο Πρώναξ, o Μηκιστεύς κι ο Αριστόμαχος. Αδελφή του ήταν η Εριφύλη. O Ταλαός σκοτώθηκε από τον συγγενή του… … Dictionary of Greek
ερίνεος — Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. Προέρχεται ετυμολογικά από το δέντρο ερινεός (συκιά). 1. Δωρική πόλη, μεταξύ Βοιού και Σπερχειού, μία από τις τρεις που έχτισαν οι Καδμείοι μετά την εκδίωξή τους από τη Θήβα από τους Επίγονους. 2 … Dictionary of Greek
ερινεός — Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. Προέρχεται ετυμολογικά από το δέντρο ερινεός (συκιά). 1. Δωρική πόλη, μεταξύ Βοιού και Σπερχειού, μία από τις τρεις που έχτισαν οι Καδμείοι μετά την εκδίωξή τους από τη Θήβα από τους Επίγονους. 2 … Dictionary of Greek
ευρύαλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μηκιστέα από το Άργος. Πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Ήταν ένας από τους επιγόνους των Επτά επί Θήβαις. 2. Ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. 3. Ένας από τους γιους του Οδυσσέα από την Ευίπη … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Γκόνγκορα ι Αργκότε, Λουίς ντε- — (Luis de Gongora y Argote, Κόρντομπα 1561 – 1627).Ισπανός ποιητής. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα, χειροτονήθηκε κληρικός και υπηρέτησε στη μητρόπολη της πατρίδας του. Το 1617 στη Μαδρίτη, όπου εγκαταστάθηκε, έγινε ιερέας του… … Dictionary of Greek