-
1 χωρίς
χωρίς, 1) advb., gesondert, getrennt, besonders, einzeln; Hom. χωρὶς δ' αὖϑ' Ἑλένῃ πόρε δῶρα, Od. 4, 130, u. öfter; χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ' αὖϑ' ἕρσαι 9, 221; χωρὶς ἡ τιμὴ ϑεῶν Aesch. Ag. 623; Soph. O. C. 812; κεῖται χωρὶς ὁ νεκρός Her. 4, 62; χωρὶς ἤ, außer, χωρὶς ἢ ὁκόσοι, ausgenommen so viel wie, 2, 77; χωρὶς ἢ ὅτι, ausgenommen daß, 1, 94. 130. 164. 4, 61. 82; Plat. oft, χωρὶς ἀφελόντες ἀπὸ τῶν ἄλλων Polit. 258 c; χωρὶς διαιρεῖν, διαλαβεῖν u. ä.; über χωρὶς εἰ, χωρὶς εἰ μή u. χωρὶς πλήν vgl. Lob. zu Phryn. p. 459; χωρὶς οἰκεῖν, abgesondert wohnen, seine eigne Wirthschaft haben, Dem. 47, 35 u. öfter; Ggstz von κοινῇ Isocr. 12, 160. – Uebtr., verschiedenartig, von verschiedener Beschaffenheit, Simonds. mul. 1; vgl. Schäf. Theogn. 91; χωρὶς γενόμενοι, in verschiedene Schaaren getheilt, Xen. Cyr. 4, 1,18; – anders, von anderer Art, Soph. O. R. 208; – außerdem, Plat. Legg. XII, 950 c. – 2) praepos. c. genit., getrennt wovon, ohne; χωρὶς ἀϑανάτων Pind. Ol. 9, 44; Aesch. Ag. 900; μή μ' ἀφῇς ἐρῆμον οὕτω χωρὶς ἀνϑρώπων στίβου Soph. Phil. 485, u. oft; χωρὶς εἶναι ἀλλήλων, im Ggstz von ὁμοῦ εἶναι, Xen. Cyr. 6, 1,7; χωρὶς ὀμμάτων ἐμῶν, fern von meinen Augen, Eur. Or. 272; abgesehen wovon, außer, Her. 1, 93. 106. 6, 58; χωρίς τε γένους οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖραν νείμαιμ' ἢ σοί Aesch. Prom. 290; – verschieden wovon, anders als, χωρὶς δήπου σοφία ἐστὶν ἀνδρείας Plat. Lach. 195 a, u. öfter, wie Sp.
-
2 δια-κρίνω
δια-κρίνω (s. κρίνω), trennen, sondern, absondern, scheiden, auseinanderbringen. Bei Homer stets in dieser ursprünglichen Bedeutung: 1) Activ.: Iliad. 2, 475 ὥς τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν, ἐπεί κε νομῷ μιγέωσιν; Odyss. 8, 195 και κ' ἀλαός τοι, ξεῖνε, διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων, ἐπεὶ οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ, ἀλλὰ πολὺ πρῶτον; 4, 179 οὐδέ κεν ἡμέας ἄλλο διέκρινεν φιλέοντέ τε τερπομένω τε, πρίν γ' ὅτε δὴ ϑανάτοιο μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν; besonders Kämpfende auseinanderbringen: Iliad. 2, 387 εἰ μὴ νὺξ ἐλϑοῦσα διακρινέει μένος ἀνδρῶν; 7, 292 ὕστερον αὖτε μαχησόμεϑ', εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνῃ, δώῃ δ' ἑτέροισί γε νίκην; 17, 531 καί νύ κε δὴ ξιφέεσσ' αὐτοσχεδὸν ὁρμηϑήτην, εἰ μή σφω' Αἴαντε διέκριναν μεμαῶτε. – 2) Passiv.: Odyss. 9, 220 στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων· διακεκριμέναι δὲ ἕκασται έρχατο, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ' αὖϑ' ἕρσαι; Iliad 2, 815 ἔνϑα τότε Τρῶές τε διέκριϑεν ἠδ' ἐπίκουροι; von Kämpfenden: Iliad. 7, 306 τὼ δὲ διακρινϑέντε ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤι', ὁ δ' ἐς Τρώων ὅμαδον κίε; 3, 98. 102 φρονέω δὲ διακρινϑήμεναι ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέποσϑε εἵνεκ' ἐμῆς ἔριδος καὶ Ἀλεξάνδρου ἕνεκ' ἀρχῆς. ἡμέων δ' ὁπποτέρῳ ϑάνατος καὶ μοῖρα τέτυκται, 102 τεϑναίη· ἄλλοι δὲ δια κρινϑεῖτε τάχιστα: zu vs. 102 vgl Scholl. Herodian.; zu vs. 99 Scholl. Aristonic. Ἀργείους καὶ Τρῶας: ἡ διπλῆ περιστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Ἀργεῖοι καὶ Τρῶες, ὡς ἀποστροφῆς τοῦ λόγου γεγονυίας πρὸς αὐτούς. ἔστι δὲ τὸ διακρινϑῆναι διχῶς χωρισϑῆναι· ὁ δὲ Ζηνόδοτος συνήϑως ἡμῖν τέταχεν (»puto pro judicium subire« Lehrs Aristarch. p. 151). – 3) Medium in passiver Bedeutung: Odyss. 18, 149 οὐ γὰρ ἀναιμωτί γε διακρινέεσϑαι ὀίω μνηστῆρας καὶ κεῖνον, ἐπεί κε μέλαϑρον ὑπέλϑῃ; 20, 180 πάντως οὐκέτι νῶι διακρινέεσϑαι ὀίω πρὶν χειρῶν γεύσασϑαι. – Bei den Folgenden: 1) von einander absondern, aus- u. unterscheiden, trennen; οὐδένα Her. 3, 39; διακρινομένη στρατιὴ ἐσχίζετο 8, 34; αἵρεσιν 1, 11; στήμονας συγκεχυμένους Plat. Crat. 388 b; φίλην καὶ ἐχϑράν Rep. II, 376 b; κατὰ γένος Soph. 253 e; Ggstz συγκρίνειν Phaed. 72 c; auch med. so, διακεκρίμεϑα χωρὶς τάς τε καϑαρὰς ἡδονὰς καὶ τὰς ἀκαϑάρτους Phil. 32 a; vgl. 46 b; τὴν κόμην, das Haar scheiteln, Plut. Rom. 15; auch τινός, von etwas, Ap. Rh. 3, 1129. – 2) entscheiden, beurtheilen, λόγον ἀνϑρώπων, ὀρϑᾷ φρενί, Pind. P. 1, 68 Ol. 8. 24; Her. 7, 54; Ἅιδης διακρίνει τοῠτο Ar. Vesp. 763; oft bei Plat., τὴν δίκην Legg. XI, 937 b; διέκρινε καὶ διεξῄει τὰ ἐρωτώμενα Prot. 315 c; ὁπότερος ἀληϑῆ λέγει Lach. 186 e; τὸν νικῶντα χει ροτονίαις Legg. II, 659 b; u. so Folgde. Auch med., διακρινώμεϑα νεῖκος Hes. O. 35. – Pass., bes. aor. διεκρίϑην, getrennt werden, aus einander kommen, Her. 7, 219; ἐκ τῆς ναυμαχίης 8, 18; ἀπ' ἀλλήλων Thuc. 1, 105; aber οὐδὲν ἔτι διεκέκριτο, 1, 49, es wurde kein Unterschied mehr gemacht; einen Streit beilegen; πόλεμος διακριϑήσεται Her. 7, 206; περί τινος Plat. Euth. 7 c; Legg. XII, 956 c; aber auch = in Streit mit Jemand gerathen, kämpfen, μάχῃ πρός τινα Her. 9, 58; ὅπλοις ἢ λόγοις, ausmachen, Dem. 12. 17 (epist. Phil.); περὶ τῶν ὅλων Pol. 3, 111; vgl. 2, 22, 11. 18, 35, 4; abs., sich streiten, Ath. XII, 554 c; – zweifeln, N. T.
-
3 μέτασσαι
μέτασσαι, αἱ (μέσος, vgl. περισσός u. περί), heißen Od. 9, 221 die jungen Schaafe, Lämmer, welche zwischen den Frühlingen, πρόγονοι, u. Spätlingen, ἕρσαι, in der Mitte stehen, die Mittleren; vgl. 4, 86, wo es heißt τρὶς γὰρ τίκτει μῆλα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν; Suid. erkl. τὰ ὕπαρνα πρόβατα, aus Mißverstand der Stelle.
-
4 ἕρση
ἕρση, ἡ, poet., bes. ep. ἐέρση, bei Pind. ἔερσα, N. 3, 78; ἔρσα Alcm. bei Plut. Qu. N. 24 u. Theocr. 20, 16; Sp. auch ἔρση (von ἜΡΔΩ, = ἄρδω, vgl. Buttm. Lexil. II p. 1701, – 1) der Thau, auch im plur., Thautropfen, τεϑαλυῖά τ' ἐέρση, der perlende Thau, Od. 13, 245; στιλπναὶ δ' ἀπέπιπτον ἐέρσαι Il. 14, 351; κατὰ δ' ὑψόϑεν ήκεν ἐέρσας αἵματι μυδαλέας ἐξ αἰϑέρος, er ließ blutige Thautropfen herabfallen, 11, 53; ( τέττιξ) ᾡ πόσις καὶ βρῶσις ϑῆλυς ἐέρση Hes. Sc. 395; χλωραῖς ἐέρσαις ὡς ὅτε δένδρεον ᾄσσει Pind. N. 8, 40; sp. D., ϑηλείης ἔρσης Leon. Tac. (VI, 120); Nic. Al. 582. – Allgemeiner, das Naß, ποντία, das Meergewässer, Pind. N. 7, 79; κιρναμένα ἔερσα, vom perlenden Naß des Mischtrankes, 3, 78; bei Nonn. D. 38, 434 vom Elektron, das von den Pappeln niederträufelt; vom Blut, 30, 143. 44, 105; vom Saamen, 41, 64. – 2) Od. 9, 222 sind ἕρσαι frisch geborene Lämmer (vgl. δρόσος, ψάκαλος, Frischling); u. danach nennt Nonn. D. 3, 389 die Jungen der Löwinn ἐέρσαι γαλαξαῖαι.
-
5 ἕρση
ἕρση, ἡ, (1) der Tau, Tautropfen, τεϑαλυῖά τ' ἐέρση, der perlende Tau; κατὰ δ' ὑψόϑεν ήκεν ἐέρσας αἵματι μυδαλέας ἐξ αἰϑέρος, er ließ blutige Tautropfen herabfallen. Allgemeiner: das Naß, ποντία, das Meergewässer; κιρναμένα ἔερσα, vom perlenden Naß des Mischtrankes; vom Elektron, das von den Pappeln niederträufelt; vom Blut; vom Samen. (2) ἕρσαι, frisch geborene Lämmer (vgl. δρόσος, ψάκαλος, Frischling); die Jungen der Löwin, ἐέρσαι γαλαξαῖαι -
6 μέτασσαι
См. также в других словарях:
ἔρσαι — ἔρσα dew fem nom/voc pl ἔρσᾱͅ , ἔρσα dew fem dat sg (doric aeolic) εἴρω fasten together in rows perf ind mp 2nd sg (epic) εἴρω fasten together in rows aor imperat mid 2nd sg (epic) εἴρω fasten together in rows aor inf act (epic) ἔρσαῑ , εἴρω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἕρσαι — Ἕρση fem nom/voc pl Ἕρσᾱͅ , Ἕρση fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕρσαι — ἕρση dew fem nom/voc pl ἕρσᾱͅ , ἕρση dew fem dat sg (doric aeolic) ἔρσα dew fem nom/voc pl ἕρσᾱͅ , ἔρσα dew fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕρσᾳ — ἕρσαι , ἕρση dew fem nom/voc pl ἕρσᾱͅ , ἕρση dew fem dat sg (doric aeolic) ἕρσαι , ἔρσα dew fem nom/voc pl ἕρσᾱͅ , ἔρσα dew fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἕρσᾳ — Ἕρσαι , Ἕρση fem nom/voc pl Ἕρσᾱͅ , Ἕρση fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aristonicus of Alexandria — Aristonicus (Latin; Greek polytonic|Ἀριστόνικος Aristonikos ) of Alexandria was a distinguished Greek grammarian who lived during the reigns of Augustus and Tiberius, contemporary with Strabo.Strabo 1.38.] He taught at Rome, and wrote… … Wikipedia
έρση — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις κόρες του Κέκροπα, η οποία εκπροσωπούσε την πρωινή δροσιά. Ο Ερμής την αγάπησε παράφορα και ζήτησε τη βοήθεια της αδελφής της, αλλά η Αθηνά στάλαξε στην ψυχή της τελευταίας το δηλητήριο της ζηλοτυπίας, για να … Dictionary of Greek
μέτασσαι — μέτασσαι, αἱ (Α) (για αιγοπρόβατα) τα όψιμα αρνιά («χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ αὖθ ἕρσαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μετεπιρρηματικό επίθ. < μετά + επίθημα τι αι (< IE * tyo , πρβλ. αρχ. ινδ. apa tya , amᾱ tya , nitya ), βλ.… … Dictionary of Greek
οβρίκαλα — ὀβρίκαλα και ποιητ. τ. ὄβρια, τὰ (Α) νεογνά ζώων, ιδίως άγριων («λεόντων πάντων τ ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οβρίκαλα μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. τού πληθ. ὀβρικάλοισι (και ὀβρίχοισι) … Dictionary of Greek
ορσοί — ὀρσοί (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τῶν ἀρνῶν οἱ ἔσχατοι γενόμενοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. ἔρση* (πληθ. ἔρσαι «νεογνά ζώων, αρνιά»)] … Dictionary of Greek