Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἕνον

См. также в других словарях:

  • ενόν — το (AM ἐνόν) (ουδ. μτχ. τού ρήματος ένειμι που λαμβάνεται ως ουσ.) 1. δυνατόν («κατά το ενόν») 2. στον πληθ. τα ενόντα τα υπάρχοντα, τα πρόχειρα εφόδια («εκ τών ενόντων» απ όσα βρίσκονται πρόχειρα, από τα υπάρχοντα) αρχ. τὰ ἐνόντα 1. φορτίο ή… …   Dictionary of Greek

  • ἐνόν — ἐν εἰμί sum pres part act masc voc sg ἐν εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕνον — ἕνος belonging to the former of two periods masc acc sg ἕνος belonging to the former of two periods neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένειμι — ἔνειμι (Α) 1. υπάρχω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν», Ομ. Οδ.) 2. (με δοτ.) είμαι, υπάρχω ανάμεσα σε πολλά («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», Ηρόδ.) 3. υπάρχω («σίτου οὐκ ἐνόντος», Θουκ.) 4. απρόσ.… …   Dictionary of Greek

  • нельзя — укр. нельга, нiльга, нельзя; нельга холодная, сырая погода со снегопадом , блр. нельга, нiльга нельзя , др. русск. нельзѣ (Изб. Святосл. 1073 г.) наряду с нельга не дозволено , Илья Новгор. (см. Срезн. II, 64), нельзя, Румянц. псалт. (ХVI в.),… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • MYRRHA — I. MYRRHA Graece μυῤῤὶς, herba est, simillima cicutae, caule foliique et folre, minor tantum et exilior, cibo non insuavis, Plin. l. 24. c. 16. sic dicta, διὰ τὸ μυρίζον καὶ ἐυῷδες, ob suavem eius fragrantiam, quam radice praefert. Dioscorides,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κυώ — κυῶ, έω (Α) 1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.) 2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.) 3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον …   Dictionary of Greek

  • συντινάσσω — Α [τινάσσω] διασείω, ταρακουνώ συθέμελα («πῶς οἷον τε τῆς βάσεως τινασσομένης μὴ συντινάσσεσθαι τὸ ἐνόν;», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ԱՐԺԱՆ — (ի, ից.) NBH 1 0354 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ա.գ. τὸ ἅξιον, δέον, καθήκον, ἁνῆκον, ἕνον dignum, debitum, quod licet, officium, conveniens Որ ինչ երեւի արժել. որ ինչ պա՛րտն է.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»