Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἕλκυστρον

См. также в других словарях:

  • ἕλκυστρον — handle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλκύστρου — ἕλκυστρον handle neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνιστρο — και κανίστρι, το (Α κάνιστρον και κάνιτρον και κάναστρον και κάνυστρον και κάναυστρον) ευρύ και αβαθές καλάθι πλεγμένο από καλάμι ή λυγαριά, κανίσκι, πανέρι αρχ. πήλινο αγγείο, πινάκιο με σχήμα κανίστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον με καταλ. δηλωτικές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»