Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἕλκημα

См. также в других словарях:

  • έλκημα — ἕλκημα, το (Α) φρ. «κυνῶν ἕλκημα» αυτό που θα σύρουν και θα κατασπαράξουν τα σκυλιά …   Dictionary of Greek

  • ἕλκημα — that which is torn in pieces neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλκυσμα — ἕλκυσμα, το (AM) ο τρόπος ή το μέσο με το οποίο κάποιος έλκει, τραβά κάτι αρχ. 1. το νήμα που τραβιέται ενώ κλώθεται 2. το έλκημα 3. η σκουριά τού αργύρου …   Dictionary of Greek

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»