-
1 ελκύδριον
-
2 ἑλκύδριον
-
3 ἑλκύδριον
-
4 ελκυδριον
τό ранка, ссадина Arph. -
5 ἑλκύδριον
ἑλκύδριον, τό, kleine Wunde, kleines Geschwür, bes. kleine Blasen in der Haut -
6 ἑλκύδριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλκύδριον
-
7 ελκυδιον
-
8 ελκυδρίοις
-
9 ἑλκυδρίοις
-
10 ελκυδρίου
-
11 ἑλκυδρίου
-
12 ελκυδρίων
-
13 ἑλκυδρίων
-
14 ελκύδρια
-
15 ἑλκύδρια
-
16 ἀναλθής
ἀναλθ-ής, ές,3 deadly, inflicting incurable wounds, Opp. C.2.424.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναλθής
-
17 ἕλκος
Grammatical information: n.Meaning: `wound, ulcer' (Il.).Derivatives: Dimin. ἑλκύδριον (Hp., Ar.; on the suffix Chantr. Form. 72f.); ἑλκώδης `ulcerated' (Hp., E.), ἑλκήεις `id.' (Man.); denomin. verbs: ἑλκόομαι, - όω `fester', act. `wound' (Hp., E.; also with prefix: ἀν-, ἀφ-, ἐξ-, ἐφ-, καθ-, προ-); from it ( ἀφ-, ἐξ-, ἐφ-)ἕλκωσις `festering' (Hp., Th.) with ἑλκωτικός, ἕλκωμα `wound, ulcer' (Hp., Thphr.) with ἑλκωματικός; from ἐφελκόομαι also ἐφελκίς `scab of a wound' (medic.); ἑλκαίνω `fester' (A. Ch. 843) with postverbal ἕλκανα τραύματα H. (not correct Benveniste Origines 16); also ἑλκανῶσα ἡλκωμένη η ἡλκοποιημένη ὑπὸ πυρός H. (Schwyzer 700).Origin: IE [Indo-European] [310] *h₁elḱ-os `ulcer'Etymology: Old noun, identical with Lat. ulcus (\< * elkos) `ulcer', Skt. árśas- n. `haemorrhoids'. The spir. asper from ἕλκω?Page in Frisk: 1,496-497Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἕλκος
См. также в других словарях:
ἑλκύδριον — slight sore neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυδρίοις — ἑλκύδριον slight sore neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυδρίου — ἑλκύδριον slight sore neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυδρίων — ἑλκύδριον slight sore neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκύδρια — ἑλκύδριον slight sore neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… … Dictionary of Greek
ολοφλυκτίς — ὀλοφλυκτίς και ὀλοφυκτίς, ίδος, ἡ (Α) φλύκταινα, φουσκάλα («τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῆ γλώττη ἑλκύδριον ὀλοφλυκτὶς καλεῑται», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλός (Ι) + φλυκτίς «φουσκάλα». Ο τ. ὀλοφυκτίς με ανομοιωτική σίγηση τού λ ] … Dictionary of Greek