-
1 εκατος
-
2 Απολλων
- ωνος ὅ (ᾰ; voc. Ἄπολλον; арх. acc. - в клятвах - Ἀπόλλω) Аполлон (сын Зевса и Лето, брат-близнец Артемиды, рожденный на о-ве Делос, бог света, пророческого дара, поэзии и врачевания, хранитель стад, предводитель Муз - Μουσηγέτης, - впосл. отожд. с Гелиосом; его эпитеты у Hom.: Σμινθεύς «истребитель мышей», Φοῖβος «бог света», λυκηγενής «светорожденный», ἀφήτωρ, ἑκάεργος, ἕκατος, ἑκατηβόλος и ἑκηβόλος «стрелок», κλυτότοξος «со славным луком», ἀργυρότοξος «сребролукий», χρυσάορος «с золотым мечом», ἀκερσεκόμης «длиннокудрый», ἄναξ «владыка»)ναὴ (тж. μὰ и νέ) τὸν Ἀπόλλω! Xen., Arph. — клянусь Аполлоном!
См. также в других словарях:
ἕκατος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκάτω — ἕκατος masc nom/voc/acc dual ἕκατος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκάτοιο — ἕκατος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκάτου — ἕκατος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκάτων — ἕκατος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕκατε — ἕκατος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕκατον — ἕκατος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ayvalık Islands Nature Park — Ayvalık Islands View from a fish restaurant in Cunda Island … Wikipedia
εκατηβόλος — ἑκατηβόλος, ον, δωρ. τ. ἑκαταβόλος (Α) αυτός που βάλλει, που ρίχνει από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη και εμφανίζει ως β συνθετικό βολος < βάλλω. Ήδη από την αρχαιότητα συσχετίστηκε ο τ. εκατηβόλος με το εκηβόλος και ερμηνευόταν «αυτός… … Dictionary of Greek
ՀԱՐԻՒՐԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0062 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 10c, 12c ա.գ. ἐκατοντάς centuria ἐκατός centum. Ուր իցէ բազմութիւն թուով հարիւր. հարիւրապատիկ. հարիւրեակ. հարիւրք. *Զօրն ելանէր ըստ հարիւրաւորաց եւ ըստ հազարաւորաց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἕκατ' — ἕκατε , ἕκατος masc voc sg ἕκᾱτι , ἕκητι by the will of attic doric (indeclform adverb) ἕκαται , ἑκάτη Hecate fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)