Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἕκατος

См. также в других словарях:

  • ἕκατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάτω — ἕκατος masc nom/voc/acc dual ἕκατος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάτοιο — ἕκατος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάτου — ἕκατος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάτων — ἕκατος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκατε — ἕκατος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκατον — ἕκατος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ayvalık Islands Nature Park — Ayvalık Islands View from a fish restaurant in Cunda Island …   Wikipedia

  • εκατηβόλος — ἑκατηβόλος, ον, δωρ. τ. ἑκαταβόλος (Α) αυτός που βάλλει, που ρίχνει από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη και εμφανίζει ως β συνθετικό βολος < βάλλω. Ήδη από την αρχαιότητα συσχετίστηκε ο τ. εκατηβόλος με το εκηβόλος και ερμηνευόταν «αυτός… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՐԻՒՐԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0062 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 10c, 12c ա.գ. ἐκατοντάς centuria ἐκατός centum. Ուր իցէ բազմութիւն թուով հարիւր. հարիւրապատիկ. հարիւրեակ. հարիւրք. *Զօրն ելանէր ըստ հարիւրաւորաց եւ ըստ հազարաւորաց …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἕκατ' — ἕκατε , ἕκατος masc voc sg ἕκᾱτι , ἕκητι by the will of attic doric (indeclform adverb) ἕκαται , ἑκάτη Hecate fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»