-
1 κτάν'
κτάνε, κτείνωkill: aor imperat act 2nd sgκτάνε, κτείνωkill: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 κτείνω
Grammatical information: v.Other forms: Att. also κτείνυμι, - ύω, Aeol. κτέννω (Hdn.), fut. κτενῶ, ep. also - έω, κτανέω, aor. κτεῖναι, Aeol. κτένναι (Alc.), and κτανεῖν, ep. also κτάμεν(αι) and midd. -pass. κτάσθαι, pass. 3. pl. ἔκταθεν (ep.), hell. κταν(θ)ῆναι, perf. ἀπ-, κατ-έκτονα (Hdt., Att.), hell. also ἀπ-εκτόνηκα, - έκτα(γ)κα, pass. - εκτάνθαι Il.Compounds: As 2. member - κτόνος, e.g. πατρο-κτόνος `who kills his father' (trag.) with - κτονέω, - ία; rarely passive: νεό-κτονος `recently killed' (Pi.); simplex κτόνος (Zonar.) prob. from the compp.; also - κτασία, e.g. ἀνδρο-κτασία, usu. pl. - ίαι f. `murther of men' (Il.), as if from *ἀνδρό-κτα-τος, cf. below and Schwyzer 469.Etymology: The present κτείνυμι (incorrect - εινν- and - ινν-) with sec. full grade after ἔκτεινα ( δείκνυμι: ἔδειξα a. o.) stands for zero grade *κτά-νυ-μι, which agrees exactly to Skt. kṣa-ṇó-mi `injure' ( κτείνω `kill' therefore euphemistical; Chantraine Sprache 1, 143). Other agreements with Indian (and Iranian) are the aorist ἔ-κτα-το (Il.) = Skt. a-kṣa-ta (gramm.) and the ptc. *-κτα-τος (in ἀνδρο-κτασίαι a.o.; s. above) = Skt. á-kṣa-ta-, OP. a-xša-ta- `uninjured'. The Greek system seems further to be based on an athematic root aorist: 1. sg. *ἔ-κτεν-α, 3. sg. - ἔ-κτεν (cf. Gortyn. conj. κατα-σκένε̄ [with σκ for κτ, Schwyzer 326]), 1. pl. ἔ-κτᾰ-μεν, 3. pl. ἔ-κτᾰν; to this the present -κτέν-ι̯ω \> κτείνω, the aorist ἔκτᾰν-ον, ἔκτεινα. Further details in Schwyzer 697 u. 740, Chantraine Gramm. hom. 1, 380f. a. 449f. - Cf. καίνω. - The root was prob. * tken-, Hardarsson, Stud. Wurzelaor. 186. - Against connection with Skt. akṣata Strunk, Nasalpräs. u. Aoriste 99 n. 265.Page in Frisk: 2,33Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κτείνω
-
3 κτας
См. также в других словарях:
κτάν' — κτάνε , κτείνω kill aor imperat act 2nd sg κτάνε , κτείνω kill aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόκταντος — θεόκταντος, ον (Μ) αυτός που σκοτώθηκε από θεία προσταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κταντος (< θ. κταν τού ρ. κτείνω, πρβλ. παθ. αόρ. ε κτάν θην), τ. που απαντά μόνο το παρόν συνθ. επίθ.] … Dictionary of Greek
κτάντης — κτάντης, ὁ (Α) φονέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κταν (πρβλ. ἔ κταν ον, αόρ. τού κτείνω «φονεύω») + κατάλ. της] … Dictionary of Greek
πατροκτασία — ἡ, ΝΑ η πατροκτονία, ο φόνος τού πατέρα από το παιδί του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + κτασία < *κτατος (< θ. κτα , πρβλ. ἔ κταν ον, αόρ. β τού κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. ανδρο κτασία] … Dictionary of Greek
πυοκτανίνη — η, Ν (φαρμ.) περιληπτική ονομασία συνθετικών χρωστικών, χωρίς χημική συγγένεια, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την αντισηπτική τους δράση ως κολλύρια, διαλύματα για γαργαρισμούς και διαλύματα για δερματολογική χρήση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek