-
1 πατρο-κτόνος
πατρο-κτόνος, den Vater mordend, tödtend; Aesch. Spt. 734 Ch. 968; μίασμα, Befleckung, Sünde des Vatermords, 1024, wie δίκη aus Soph. citirt B. A. 128, 3; Soph. O. R. 1288 u. Folgde; ungew. χεὶρ πατροκτόνος, des Vaters mordende Hand, Eur. I. T. 1083. – Πατρόκτονος würde »vom Vater getödtet« heißen.
-
2 πατροκτόνος
πατρο-κτόνος, ον,A murdering one's father, parricidal, A.Th. 752 (lyr.), etc.; π. δίκη trial for parricide, S.Fr. 696; π. μίασμα the foul slayer of my father, A. Ch. 1028 : also in later Prose, Ph.2.73, Porph.Abst. 3.19.II χεὶρ π. a father's murdering hand, E.IT 1083.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατροκτόνος
-
3 πατροκτόνος
πατρο-κτόνος, den Vater mordend, tötend; μίασμα, Befleckung, Sünde des Vatermords; ungew. χεὶρ πατροκτόνος, des Vaters mordende Hand. Πατρόκτονος würde 'vom Vater getötet' heißen -
4 κτείνω
Grammatical information: v.Other forms: Att. also κτείνυμι, - ύω, Aeol. κτέννω (Hdn.), fut. κτενῶ, ep. also - έω, κτανέω, aor. κτεῖναι, Aeol. κτένναι (Alc.), and κτανεῖν, ep. also κτάμεν(αι) and midd. -pass. κτάσθαι, pass. 3. pl. ἔκταθεν (ep.), hell. κταν(θ)ῆναι, perf. ἀπ-, κατ-έκτονα (Hdt., Att.), hell. also ἀπ-εκτόνηκα, - έκτα(γ)κα, pass. - εκτάνθαι Il.Compounds: As 2. member - κτόνος, e.g. πατρο-κτόνος `who kills his father' (trag.) with - κτονέω, - ία; rarely passive: νεό-κτονος `recently killed' (Pi.); simplex κτόνος (Zonar.) prob. from the compp.; also - κτασία, e.g. ἀνδρο-κτασία, usu. pl. - ίαι f. `murther of men' (Il.), as if from *ἀνδρό-κτα-τος, cf. below and Schwyzer 469.Etymology: The present κτείνυμι (incorrect - εινν- and - ινν-) with sec. full grade after ἔκτεινα ( δείκνυμι: ἔδειξα a. o.) stands for zero grade *κτά-νυ-μι, which agrees exactly to Skt. kṣa-ṇó-mi `injure' ( κτείνω `kill' therefore euphemistical; Chantraine Sprache 1, 143). Other agreements with Indian (and Iranian) are the aorist ἔ-κτα-το (Il.) = Skt. a-kṣa-ta (gramm.) and the ptc. *-κτα-τος (in ἀνδρο-κτασίαι a.o.; s. above) = Skt. á-kṣa-ta-, OP. a-xša-ta- `uninjured'. The Greek system seems further to be based on an athematic root aorist: 1. sg. *ἔ-κτεν-α, 3. sg. - ἔ-κτεν (cf. Gortyn. conj. κατα-σκένε̄ [with σκ for κτ, Schwyzer 326]), 1. pl. ἔ-κτᾰ-μεν, 3. pl. ἔ-κτᾰν; to this the present -κτέν-ι̯ω \> κτείνω, the aorist ἔκτᾰν-ον, ἔκτεινα. Further details in Schwyzer 697 u. 740, Chantraine Gramm. hom. 1, 380f. a. 449f. - Cf. καίνω. - The root was prob. * tken-, Hardarsson, Stud. Wurzelaor. 186. - Against connection with Skt. akṣata Strunk, Nasalpräs. u. Aoriste 99 n. 265.Page in Frisk: 2,33Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κτείνω
-
5 πατροκτονος
I21) отцеубийственный Trag.πατροκτόνον μίασμα Aesch. — мать, оскверненная убийством отца (своих детей) (досл. пятно отцеубийства);
δίκη π. Soph. — возмездие за убийство отца2) убивающий свое дитяIIὅ отцеубийца Soph.
См. также в других словарях:
ζιζανιοκτόνος — α, ο 1. αυτός που καταστρέφει ή καταπολεμά τα ζιζάνια 2. το ουδ. ως ουσ. το ζιζανιοκτόνο (φάρμακο) χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται στην καταπολέμηση τών ζιζανίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. εντομο κτόνος … Dictionary of Greek
ζωοκτόνος — ο (Α ζῳοκτόνος, ον) αυτός που σκοτώνει ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. αδελφο κτόνος, πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
ιερακοκτόνος — ἱερακοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει γεράκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + κτόνος < κτείνω (πρβλ. ανδρο κτόνος, πατρο κτόνος)] … Dictionary of Greek
ιεροκτόνος — ο (Μ ἱεροκτόνος, ον) αυτός που φονεύει ιερείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. ανδρο κτόνος, πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
κυνοκτόνος — κυνοκτόνος, ον (Α) 1. αυτός που φονεύει σκύλους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυνοκτόνον το φυτό ακόνιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο κτόνος, πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
μοιχοκτόνος — μοιχοκτόνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φονεύει μοιχό ή μοιχαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος, πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
μητροκτόνος — ο (Α μητροκτόνος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που σκότωσε τη μητέρα του, ο μητραλοίας αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητροκτονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κτονος (< κτείνω), πρβλ. πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
προφητοκτόνος — ὁ, ΜΑ ο φονιάς τών προφητών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφήτης + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
πτωχοκτόνος — ον, Μ ο φονέας τών φτωχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
σωματοκτόνος — ον, Μ αυτός που σκοτώνει, που φονεύει το σώμα, αλλά δεν μπορεί να φονεύσει την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
φθοροκτόνος — ον, Μ εκκλ. (για την ημέρα τής Ανάστασης) αυτός που αίρει, εξαφανίζει τη φθορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek