-
1 κτας
См. также в других словарях:
κτάν' — κτάνε , κτείνω kill aor imperat act 2nd sg κτάνε , κτείνω kill aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόκταντος — θεόκταντος, ον (Μ) αυτός που σκοτώθηκε από θεία προσταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κταντος (< θ. κταν τού ρ. κτείνω, πρβλ. παθ. αόρ. ε κτάν θην), τ. που απαντά μόνο το παρόν συνθ. επίθ.] … Dictionary of Greek
κτάντης — κτάντης, ὁ (Α) φονέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κταν (πρβλ. ἔ κταν ον, αόρ. τού κτείνω «φονεύω») + κατάλ. της] … Dictionary of Greek
πατροκτασία — ἡ, ΝΑ η πατροκτονία, ο φόνος τού πατέρα από το παιδί του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + κτασία < *κτατος (< θ. κτα , πρβλ. ἔ κταν ον, αόρ. β τού κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. ανδρο κτασία] … Dictionary of Greek
πυοκτανίνη — η, Ν (φαρμ.) περιληπτική ονομασία συνθετικών χρωστικών, χωρίς χημική συγγένεια, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την αντισηπτική τους δράση ως κολλύρια, διαλύματα για γαργαρισμούς και διαλύματα για δερματολογική χρήση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek