-
41 ἐπί-στροφος
ἐπί-στροφος, 1) umdrehend, in Bewegung setzend, τὸν ἐπίστροφον τῶνδε, den Anstifter, Aesch. Ag. 386, od. der damit verkehrt. Also – 2) verkehrend, Umgang habend, ἀνϑρώπων, mit den Menschen verkehrend, Od. 1, 177, wo Schol. erkl. ἐπιστροφὴν καὶ ἐπιμέλειαν ἐποιεῖτο ἀνϑρώπων od. οὗ λόγον ἅπαντες ἐποιοῦντο; ἐπίστροφος ὁδαίων 8, 163, der sich mit Waaren abgiebt, wo Wolf ἐπίσκοπος aufgenommen hat. Auch – 3) wie ἐπιστρεφής, sich umwendend, gekrümmt, κέλευϑος Ap. Rh. 2, 979; ὅρμος D. Per. 75. – Adv. ἐπιστρόφως, wie ἐπιστρεφῶς, sorgsam, Ephipp. bei Ath. IX, 370 d.
-
42 ἐπ-ήρατος
ἐπ-ήρατος, geliebt, liebenswürdig, anmuthig; δαίς Il. 9, 228; εἵματα Od. 8, 366; ἄντρον 13, 113; öfter von Städten u. Ländern, weshalb Nitzsch zu Od. 4, 606 darin den Begriff des Hochaufsteigenden (ἄρω), Erhabenen findet; Hes. vrbdt es mit εἶδος, ὄσσα, O. 63 Th. 67; Pind. κλέος, δόξα, P. 5, 73 I. 5, 11; Aesch. νεανίδων ἐπηράτων, Eum. 917; sp. D., ὄνομα, παρϑενική, Ap. Rh. 3, 5. 1099; ἡμέρα Dionys. 2; ναυσὶν ἐπήρατος ὅρμος D. Per. 617.
-
43 ἔν-ερμα
-
44 ἕρμα
ἕρμα, τό, 1) (von ἔρδω, ἐρείδω) die Stütze, bes. diejenigen, welche unter die Schiffe gestellt werden, wenn diese aufs Land gezogen sind, damit sie nicht faulen, νῆα μὲν οἵγε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρ υσσαν – ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν Il. 1, 485; ὑπὸ δ' ᾕρεον ἕρματα νηῶν 2, 154; H. h. Apoll. 507; übertr., ἕρμα πόληος, Stütze der Stadt, von Menschen, Il. 16, 449 Od 23, 121, womit Simonds. 85 (XIII, 26) zu vergleichen, der von Periander sagt σήμαινε λαοῖς ἕρμ' ἔχων Κορίνϑο υ. – Der Stützpunkt, Grundlage, τοῠτο οἷον ἕρμα πόλεως ἡμῖν κείσϑω τὰ νῠν Plat. Legg. V, 737 a; ἕρμα τῆς πολιτείας βέβαιον Plut. reip. ger. praec. 18. – In der Rennbahn der Stein, der den Punkt des Auslaufens bezeichnet, ἀφετήριον ἕρμα Philox. ep. (IX, 319). – Der Pfeil heißt bei Hom. μελαινέων ἕρμ' ὀδυνάων, der die Schmerzen begründet, auf dem die Schmerzen gleichsam ruhen, der Träger der Schmerzen, Il. 4, 117, welchen Vers Aristarch verwarf. – Auch der das Schiff niederhaltende, gleichsam stützende Ballast, Ar. Av. 1492; πρὸς τύχην μεγάλην πολὺ πνεῠμα καὶ σάλον ἔχουσαν ἕρματος πολλοῠ καὶ κυβερνήτου μεγάλου δεόμενον Plut. ad. princ. inerud. 5. Aehnl. Arist. von den Bienen, ὅταν δ' ἄνεμος ᾖ μέγας, φέρο υσι λίϑον ἐφ' ἑαυταῖς, ἕρμα πρὸς τὸ πνεῠμα H. A. 9, 40, vgl. 9, 12. – Uebertr., ἕρμα δῖον λαβοῠσα, von einem Gott die Leibesfrucht empfangen habend, Aesch. Suppl. 575. – 2) Klippen, Felsen, Sandbänke, auf die das Schiff auffährt, ἄφαντον Aesch. Ag. 979; übertr., τὸν πρὶν ὄλβον ἕρματι προςβαλὼν Δίκας Eum. 534; κακοὺς δ' ἐφ' ἕρμα στερεὸν ἐκβάλλο υσι γῆς Eur. Hel. 854; in Prosa, Her. 7, 183; μὴ ὥσπερ περὶ ἕρμα περιβάλῃ τὴν ναῠν Thuc. 7, 25, wie Plat. ἐξαίφνης πταίσαντα ὥςπερ πρὸς ἕρματι πρὸς τῇ πόλει Rep. VIII, 553 b; Sp., ἕρματα ὕφαλα D. Hal. 1, 52. – Allgemeiner, Hügel, πρὸς ἕρμα ( conj. für ἕργμα) τυμβόχωστον ἔρχομαι, zum Grabhügel, Soph. Ant. 841; ἕρμα γῆς ἁπαλόν, eine Stelle von weichem Grunde, App. B. C. 5, 101; – ἕρματα τῶν ϑεμελίων, die Ruinen, D. Sic. 5, 70. – 31 ( εἴρω) nur im plur., Ohrringe, Ohrgehänge, Il. 14, 182 Od. 18, 297. Vgl. ὅρμος. – Uebh. Bande, Fessel, Ael. H. A. 17, 25. 37. – Vgl. Buttm. Lexil. I p. 111 – 115.
-
45 ανορμος
-
46 αξενος
ион. ἄξεινος 2негостеприимный(μηδὲ πολύξεινος μηδ΄ ἄξεινος Hes.; ὅρμος Soph.; γῆ Eur.)
ὅ Ἄξεινος (πόντος) Pind., Eur. — Аксинский понт, т.е. Черное море (впосл. Εὔξεινος πόντος Эвксинский понт) -
47 αποξενος
-
48 αφορμος
-
49 δυσορμος
21) не имеющий хороших пристаней, непригодный для причаливания(νῆσος Aesch.; αἰγιαλός Plut.)
2) задерживающий (суда) в порту, т.е. встречный, противный(πνεῦμα Aesch.)
3) малодоступныйτὰ δύσορμα Xen. — малодоступные места, трудные (для дичи) проходы
-
50 ειρω
I(aor. εἶρα; pass.: эп. 3 л. sing. ppf. ἔερτο, эп. part. pf. ἐερμένος)1) плести, сплетать, свивать(στεφάνους Pind.)
2) низать, нанизыватьεἰρομένη λέξις Arst. — непрерывная речьIIэп.-ион. εἰρέω (fut. ἐρῶ - эп.-ион. ἐρέω, pf. εἴρηκα, ppf. εἰρήκειν; pass.: fut. ῥηθήσομαι, aor. ἐρρήθην и ἐρρέθην - ион. εἰρέθην, pf. εἴρημαι)1) говорить(τινί τι Hom.; τὸ εἴ. λέγειν ἐστίν Plat.)
οὐκ ἄλλα ἢ ἃ ἂν γιγνώσκω βέλτιστα ἐρῶ Thuc. — я выскажу лишь то, что считаю наилучшим;ἐπεὴ ταῦτα ἐρρήθη Xen. — после этих слов;εἴρηται λόγος Aesch. — слово сказано, т.е. я кончил;κακῶς ἐρεῖν τινα Eur. — дурно отзываться о ком-л.2) говорить, приказыватьεἴρηκα πάντας πείθεσθαί σοι Xen. — я приказал всем слушаться тебя;
εἴρητο συλλέγεσθαι (ὅ στρατός) Her. — войску приказано было собраться3) оговаривать, обусловливатьμισθὸς εἰρημένος Hes., Her.; — обусловленное вознаграждение - см. тж. ἔρομαι
-
51 εξορμος
-
52 ευορμος
-
53 ευπλοος
-
54 εφορμος
-
55 πανορμος
-
56 υφορμος
-
57 αναπεπταμένος
η, ο[ν]1) пространный, обширный; открытый, свободный (о пространстве); 2) открытый, незащищённый;αναπεπταμένος όρμος — открытая гавань;
3) поднятый, развевающийся (о парусе, флаге и т. п.) -
58 όρμοι
-
59 ὅρμοι
-
60 όρμοιο
См. также в других словарях:
ὅρμος — cord masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρμος — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… … Dictionary of Greek
ορμός — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… … Dictionary of Greek
Όρμος Αλμύρου — Sp Almỹro įlanka Ap Όρμος Αλμύρου/Ormos Almyrou L Egėjo j. prie Kretos, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Όρμος Αγίου Ιωάννη — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στη πρώην επαρχία Θηβών του νομού Βοιωτίας … Dictionary of Greek
Όρμος Αθηνιός — Οικισμός (υψόμ. 8 μ.) της Θήρας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Όρμος Αιγιάλης — Οικισμός (υψόμ. 20 μ.) της Αμοργού του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Όρμος Λεμονιάς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος … Dictionary of Greek
Όρμος Μαραθόκαμπου — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) της Σάμου του νομού Σάμου … Dictionary of Greek
Όρμος Παναγίας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Χαλκιδικής … Dictionary of Greek
Όρμος Πανόρμου — Οικισμός (υψόμ. 20 μ.) της Τήνου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek