-
1 ἕδρᾱ
ἕδρᾱGrammatical information: f.Meaning: `seat, abode (of the gods), tempel' (Il.).Compounds: Many comp.: καθέδρα `seat, sitting, chair' (Hp.); also ἐφέδρα, Ion. ἐπέδρη `siege' ( ἐφ-έζομαι), ἐνέδρα `ambush, postponement' ( ἐν-έζομαι, ἐν-ιζάνω), s. Risch IF 59, 45f.; but ἐξ-έδρα `seat outside the house' (E., hell.). - Bahuvrihi with adv. 1. member ἔφ-εδρος `who sits byside, reserve' (Pi.); thus πάρ-εδρος `assistance' ( παρ-έζομαι), ἔν-εδρος `inhabitant', σύν-εδρος `id.'; ἔξ-εδρος `far from his habitat' (S.); - πολύ-εδρος `with many seats' (Plu.).Derivatives: From ἕδρα: ἑδραῖος `with fixed habitat, fest, quiet' (Ion.-Att.) with ἑδραιότης and ἑδραιόω, ἑδραίωμα, - ωσις; ἑδρικός `belonging to the anus' (Medic.), ἑδρίτης `fugitive' (Suid., EM; πρωτοκαθεδρίτης `president' [Herm.]. Denomin. verbs. ἑδρ-ιάομαι `sit down' (Hom.), - ιάω `id.' (Theok.); s. Schwyzer 732, Chantr. Gramm. hom. 1, 359; ἑδράζω `set, fix' (hell. and late) with ἑδρασμός, ἑδραστικός, ἀν-έδραστος; ἕδρασμα = ἕδρα (E.), after στέγασμα (s. Chantr. Form. 177). - But ἐφ-, ἐν-, παρ-, συν-εδρεύω from ἔφ-εδρος. - In Hesychius: ἑδρήεσσα βεβαία (after τελήεσσα; s. Schwyzer 527), ἑδρίας ἀεὶ πνέων (after wind names in - ίας); ἕδρια συνέδρια, ἑδρίς ἑδραῖος.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: After words in - ᾰνον arose ἕδρᾰνον = ἕδρα (Hes.); ἑδρανῶς = στερεῶς (Eust.). Place indication in -ρᾱ as in χώρα (Schwyzer 481) to ἕζομαι. No exact parallel. On OWNo. setr n. s. ἕδος.Page in Frisk: 1,443-444Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἕδρᾱ
-
2 δύσεδρος
2 fitting ill, awry, D.H.Comp.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσεδρος
-
3 δωδεκάεδρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάεδρος
-
4 εἰκοσάεδρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκοσάεδρος
-
5 εἰκοσίεδρος
εἰκοσῐ-εδρος, ον,A = εἰκοσάεδρος, Ti. [dialect] Locr. 98d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκοσίεδρος
-
6 εὐκάθεδρος
εὐκάθ-εδρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκάθεδρος
-
7 εὐπρόσεδρος
εὐπρόσ-εδρος, ον,A v.l. for εὐπάρεδρος (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπρόσεδρος
-
8 παλίνεδρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλίνεδρος
-
9 πολύεδρος
πολύ-εδρος, ον,A with many seats, Plu. Per.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύεδρος
-
10 συγκάθεδρος
συγκάθ-εδρος, ὁ,A assessor, colleague, Ulp. ad D.21.178, Hsch. s.v. συνθάκων; condemned by Thom.Mag. p.292 R.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκάθεδρος
-
11 συμπρόεδρος
συμπρό-εδρος, ὁ,A jointpresident, IG22.450.8 (iv B.C.), al., Aeschin.2.85, Decr.[dialect] Att. ap. J.AJ 14.8.5, IG42(1).84.25 (Epid., i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπρόεδρος
-
12 τετράεδρος
τετρά-εδρος, ον,A having four faces,πυραμίδες Iamb.in Nic.p.93
P.: Subst. -εδρον, τό, Hero *Deff.99, Papp.352.12, Theol.Ar. 24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράεδρος
-
13 ἀπρόεδρος
ἀπρό-εδρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρόεδρος
-
14 ἐγκάθεδρος
ἐγκάθ-εδρος, ὁ,A assessor, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκάθεδρος
-
15 ἑξάεδρος
A with six surfaces, Theol.Ar.25.II Subst. ἑξάεδρον, τό, hexahedron, Gal.5.669.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξάεδρος
-
16 ἑξκαιδεκάεδρος
A with sixteen surfaces, Ps.-Ptol. Centil.222.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξκαιδεκάεδρος
-
17 ἔξεδρος
A away from home, opp. ἔντοπος, S.Ph. 212 (lyr.);πνεῦμα ἔ. γενόμενον ἐκ τῶν οἰκείων τόπων Arist.Mu. 395b32
: metaph., strange, extravagant, Id.Rh. 1406a31.2 c. gen., out of, away from,χθονός E.IT80
: metaph., ἔξεδροι φρενῶν λόγοι insensate words, Id.Hipp. 935.II of birds of omen, ἔ. χώραν ἔχειν to be out of a good (i.e. in an unlucky) quarter, Ar.Av. 275 (nisi leg. χρόαν cum Sch.);ἔ. ὄρνιθες D.C. 37.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔξεδρος
-
18 ὀκτάεδρος
ὀκτά-εδρος, ον, of a solid figure,A eight-sided, Gal.5.668: Subst. [suff] ὀκτά-εδρον, τό, octahedron, Arist.Cael. 307a16, Ti.Locr. 98d, Euc.11 Def.26, Placit.2.6.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκτάεδρος
-
19 ὁμοίεδρος
ὁμοί-εδρος, ον,A having a similar abode, Herm. ap. Stob.1.49.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοίεδρος
См. также в других словарях:
ευπρόσεδρος — εὐπρόσεδρος, ον (Α) 1. ευπάρεδρος* 2. (για παρθένους) ευσεβής, αφοσιωμένη στον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. ευ + προσ εδρος «ο πλησίον καθήμενος» (< προς + εδρος < έδρα), πρβλ. πάρ εδρος, πρό εδρος] … Dictionary of Greek
έδρα — η (AM ἕδρα Α και ἕδρη) 1. τόπος διαμονής, οίκημα 2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημα («έδρα κοινότητας») 3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργεια («έδρα τών αντανακλαστικών… … Dictionary of Greek
ίδεδρος — ἴδεδρος, ον (Α) (για πολύωρη μελέτη) αυτός που αφήνει ιδρώτα στο κάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδ τού ιδίω «ιδρώνω» (ίδος «ιδρώτας») + έδρος (< έδρα), πρβλ. πολύ εδρος, πρό εδρος] … Dictionary of Greek
ευρύεδρος — εὐρύεδρος, ον (Α) αυτός που έχει πλατιά έδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + εδρος (< έδρα), πρβλ. οκτά εδρος, πρό εδρος] … Dictionary of Greek
εύεδρος — η, ο (Α εὔεδρος, ον) νεοελλ. (ορυκτ.) ο κρύσταλλος που έχει κανονικές έδρες ή καθετί που έχει κανονικές κρυσταλλικές έδρες αρχ. 1. (για θεούς) αυτός που έχει λαμπρή έδρα, λαμπρό θρόνο («ἰὼ μάκαρες καὶ εὔεδροι», Αισχύλ.) 2. αυτός που κάθεται καλά … Dictionary of Greek
ισόεδρος — η, ο αυτός που έχει τις έδρες ίσες μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + εδρος (< ἕδρα), πρβλ. ομοί εδρος, πολύ εδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
κάθεδρος — κάθεδρος, ον (Μ) ιθαγενής, αυτόχθονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εδρος (< ἕδρα), πρβλ. έφ εδρος, σύν εδρος] … Dictionary of Greek
πολύεδρος — η, ο / πολύεδρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές έδρες, πολλά καθίσματα (α. «πολύεδρη αίθουσα» β. «τὸ ᾠδεῖον πολύεδρον καὶ πολύστυλον», Πλούτ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πολύεδρο α) μαθ. στερεό που περικλείεται από επίπεδα πολύγωνα που… … Dictionary of Greek
πρόεδρος — ο, η / πρόεδρος, ον, ΝΜΑ θηλ. και προεδρίνα Ν άτομο που προΐσταται σε μια συνέλευση ή σε άλλο σώμα (α. «πρόεδρος σωματείου» β. «πρόεδρος τής Βουλής» γ. «τοὺς προέδρους οἳ ἂν λάχωσι προεδρεύειν», επιγρ.) νεοελλ. 1. αρχηγός πολιτικού κόμματος 2. φρ … Dictionary of Greek
συγκάθεδρος — ό, ΜΑ αυτός που παρακάθεται στην ίδια έδρα, πάρεδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατά + εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πάρ εδρος, σύν εδρος] … Dictionary of Greek
σύνεδρος — ο, η / σύνεδρος, ον, ΝΑ ως ουσ. μέλος συνεδρίου νεοελλ. 1. τακτικός δικαστής 2. στον πληθ. οι σύνεδροι ονομασία τών δικαστών τού Συμβουλίου Επικρατείας αρχ. 1. ως επίθ. α) (για πρόσ.) αυτός που μετέχει σε συμβούλιο («Περσέων oἱ συνέδρων ἐόντων… … Dictionary of Greek