-
121 γάνωμα
A = γάνος, brightness, brilliance, prob. in IG4.1484.97 (Epid., iv B. C.), Plu.2.48d, 50a.II joy, gladness, Ph.1.335, al. -
122 διαινέω
διαινέω, (Aαἶνος 111
) decree, resolve,τὸ διαινεθὲν ἄκυρον ἔστω GDI 2642.23
(Delph., ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαινέω
-
123 εἷς
εἷς, μίᾰ, ἕν ( μίη only in late [dialect] Ion. Prose): gen. ἑνός, μιᾶς, ἑνός:—[dialect] Ep. [full] ἕεις Hes.Th. 145, AP7.341 (Procl.), cj.in Il.5.603:—[dialect] Dor. [full] ἧς Rhinth. 12, Tab.Heracl.1.136:—[dialect] Ep., [dialect] Aeol., and [dialect] Ion. fem.Aἴᾰ Il.13.354
, prob. in Hp.Morb.4.37; acc.ἴαν Alc.33.6
(prob.), Sapph.69.1 (cf. μηδεΐα), Corinn.Supp.2.56, IG9(2).517.22(Thess.); gen.ἰῆς Il.16.173
,24.496; dat.ἰῇ 9.319
, 11.174, etc.: neut. dat. ([etym.] ἰῷ κίον ἤματι) 6.422. (In Com. οὐδὲ (μηδὲ) εἷς, οὐδὲ (μηδὲ) ἕν, occur, mostly at the end of an iambic trimeter, without elision, Cratin.302,Ar.Ra. 927, Pl.37, 138,al.) (Orig. [full] ἕνς, assim. ἔν ([etym.] δ) prob. in Leg.Gort.9.50, from Εμς, I.-Eur. sem-(cf. ὁμός); μία from sm-ία; ἴα is not related to μία, but prob. to pronom. stem i-(Lat.is), cf.ἰός.)1 as a Numeral, εἷς κοίρανος ἔστω Il.2.204, etc.; strengthd., εἷς οἶος, μία οἴη, a singleA one, one alone, 4.397, Od.7.65;μία μούνη 23.227
;εἷς μοῦνος Hdt.1.119
, Ar.Pl. 1053, etc.;εἷς καὶ μόνος D.H.1.74
; , E.Ph. 894, etc.; opp.πολύς, μία τὰς πολλὰς ψυχὰς ὀλέσασα A.Ag. 1456
, cf. 1465, Ch. 299, etc.b emphatically with a [comp] Sup.,εἷς οἰωνὸς ἄριστος Il.12.243
, etc.: freq. in Trag.,εἷς ἀνὴρ πλεῖστον..πόνον παρασχών A.Pers. 327
;πλείστας ἀνὴρ εἷς.. ἔγημε S.Tr. 460
;κάλλιστ' ἀνὴρ εἷς Id.OT 1380
;ἕνακριθέντ' ἄριστον Id.Ph. 1344
; also in Prose,ἐπὶ πλεῖστον δὴ χλιδῆς εἷς ἀνὴρ ἀπίκετο Hdt.6.127
, cf. Th.8.68; ; : without a [comp] Sup., .c in oppos., made emphatic by the Art., ὁ εἷς, ἡ μία, Il.20.272, Od.20.110, Pl.Cri. 48a;τοῦ ἑνὸς οἱ δύο ἀγαθοὶ βελτίους Arist.Pol. 1287b13
, cf. Theoc.6.22.d with a neg., εἷς οὐδείς no single man, Hdt.1.32;ἓν οὐδὲ ἓν ἴαμα Th.2.51
; οὐκ ἐν ἄλλῳ ἑνί γε χωρίῳ in no other single country, Id.1.80; οὐχ εἷς, i.e. more than one, A.Th. 103, E.Andr.96; εἷς οὐ.., εἷς μή.., emphatic for οὐδείς, μηδείς, Ar.Th. 549, X.An.5.6.12; more emphatic, οὐδὲ εἷς, μηδὲ εἷς, v. οὐδείς, μηδείς.e εἷς ἕκαστος each one, each by himself, Hdt. 1.123, Pl.Prt. 332c, etc.; αἴσθησις μία ἑνός (sc. γένους) one of each, Arist.Metaph. 1003b19: pl.,ἑκάτεροι ἕνες POxy.276.8
(i A.D.).f with κατά, καθ' ἓν ἕκαστον each singly, piece by piece, Hdt.1.9, etc.; καθ' ἕν one by one, Pl.Sph. 217a, etc.; καθ' ἕν, τό, list, PEleph.20.7 (iii B.C.), etc.; καθ' ἕν' ἡμῶν ἕκαστον ἀποστερεῖν to deprive each of us singly, D.21.142, cf. Men.Epit. 164, 186; εἷς κατὰ εἷς one by one, Ev.Marc.14.19; but καθ' ἓν γίγνεσθαι, εἶναι, to be united, Th.8.46, X. HG5.2.16.g with other Preps., above all,Pl.
R. 331b, Phlb. 63c; but alternately,PStrassb.
25.13, etc.; one by one, separately,Hdt.
4.67; ;ἓν ἐφ' ἑνί Id.Sph. 229b
, Lg. 758b: ἓν πρὸς ἕν, with or without συμβάλλειν, in comparisons, Hdt.4.50, Pl.Lg. 647b;πρὸς ἕν' εἷς D.21.131
: alternately,Luc.
Salt.12;εἰς ἓν συναγαγεῖν E.Or. 1640
;ἰσχὺς τοσαύτη εἰς ἓν ξυστᾶσα Th.6.85
;εἰς ἓν μοίρας συνέκυρσας E.Andr. 1172
;ἐς μίαν βουλεύειν Il.2.379
; in full,ἐς μίαν βουλήν Th.5.111
;εἰς μίαν νοεῖν Ael.NA5.9
;ἓν ἐξ ἑνὸς ἐπισεσώρευκεν Arr.Epict.1.10.5
, cf. Luc.Asin.54; ἀπὸ μιᾶς with one accord, Ev.Luc.14.18; at once,S.E.
M.10.124; alsoὑφ' ἓν θέσθαι τὸ ὂν τῷ μὴ ὄντι Plot.6.2.1
; cf. ὑφέν.h in compd. numerals, as an ordinal, τῷ ἑνὶ καὶ τριηκοστῷ [ἔτει] Hdt.5.89, cf.Th.8.109, etc.; so in [dialect] Att. Inscrr., IG2.660.30, al,: later εἷς alone,=first, LXXGe.1.5; μιᾷ τοῦ μηνός ib.8.13.2 one, i.e. the same,τώ μοι μία γείνατο μήτηρ Il. 3.238
, etc.; εἷς καὶ ὁ αὐτός one and the same,ἓν καὶ ταὐτὸν ἀριθμῷ Arist.Metaph. 1039a28
, etc.;ὑπὸ μίαν καὶ τὰν αὐτὰν ἀρχάν Perict.
ap. Stob.3.1.121;ταὐτὸν καὶ ἕν Arist.Ph. 201b3
; soἓν καὶ ὅμοιον Pl.Phdr. 271a
;εἷς καὶ κοινός Plu.2.699f
: c. dat.,ἐμοὶ μιᾶς ἐγένετ' ἐκ ματρός E. Ph. 156
;ἐκ μιᾶς οἰνοχόης Ἐπικούρῳ πεπωκότες Plu.2.1089a
.b possessing unity,ἧττον μία ἡ μίμησις ἡ τῶν ἐποποιῶν Arist.Po. 1462b3
;λίαν ἓν ποιεῖν τὴν πόλιν Id.Pol. 1263b7
;τὰ κυρίως ἕνα Dam.Pr. 437
.3 one, opp. another,ἓν μὲν..ἓν δὲ.. Arist.EN 1139a6
, Pol. 1285b38, etc.;ὁ μὲν..εἷς δὲ..εἷς δ' αὖ.. Od.3.421
sq., cf. Pl.R. 369d;εἷς μὲν..ἕτερος δὲ.. X.HG1.7.23
.4 indefinitely, εἷς τις some one, S.OT 118, Pl.Grg. 471e, etc.;ἐξ ἑνός γέ του τρόπου Th.6.34
; rarely , Pl.Prm. 145d; εἷς γάρ τις ἦν ἕκαστος οὑξειργασμένος each single one was suspected, S.Ant. 262;εἷς ὁστισοῦν Arist.Pol. 1325b28
; εἷς ὁ πρῶτος, Germ. der erste beste, Is.8.33, D.1.9, cf. Luc. Herm.61: alone, like our indef. Art., a, an,Κάδμου θυγατέρων μιᾷ E.Ba. 917
; εἷς κάπηλος, στρατηγός, Ar.Av. 1292, Th.4.50;εἷς Ἀθηναίων D.21.87
, cf. LXXGe.21.15, Ev.Matt.21.19, etc.; εἷς ἀπό.. LXX Le.6.3(22).5 many,A.
Th. 103, Call.Dian.33; οὐχ εἷς οὐδὲ δύο not one or two only, D.29.12; οὐ μίαν οὐδὲ δύο not once nor twice, LXX 4 Ki.6.10;ἓν ἢ καὶ δύο ληφθὲν μαρτύριον Plb.2.38.10
;εἷς ἢ δεύτερος Jul.Or.6.190d
: prov., εἷς ἀνὴρ οὐδεὶς ἀνήρ one man's no man, D.Chr.48.10.6 Math., τὸ ἕν unity, opp.πλῆθος, Pythag.Fr.5, etc.: pl., units,Arist.
Metaph. 1056b21;ὁ ἀριθμός ἐστιν ἕνα πλείω Id.Ph. 207b7
;τῶν προτέρων ἑνῶν Dam.Pr. 460
.7 Philos., ἕν, τό, unity, the One,ἐκ πάντων ἓν καὶ ἐξ ἑνὸς πάντα Heraclit.10
, cf.Emp.17.1, etc.: later indecl.,ἓν εἶναι τοῦ ἓν παρουσίᾳ Plot.6.6.14
, cf.5.5.5. -
124 εὐαγγέλιον
εὐαγγέλ-ιον, τό,A reward of good tidings, given to the messenger,εὐαγγέλιον δέ μοι ἔστω Od.14.152
; οὐ.. εὐ. τόδε τείσω ib. 166; ἀπολήψῃ τὸ εὐ. Plu.Demetr.17: in [dialect] Att. always in pl., εὐαγγέλια θύειν to make a thank-offering for good-tidings, Isoc.7.10, Men. Pk. 415;εὐ. θύειν ἑκατὸν βοῦς τῇ θεῷ Ar.Eq. 656
; ἐβουθύτει ὡς εὐ. X. HG4.3.14;εὐαγγελίων θυσίαι Aeschin.3.160
; εὐ. στεφανοῦν, ἀναδῆσαί τινα, to crown one for good news brought, Ar.Eq. 647, Pl. 765;ἐστεφανωμένη ἐπ' εὐαγγελίοις Plu.Sert.11
, cf. Supp.Epigr.1.362.7 (Samos, iv B.C.).II good tidings, good news, in pl., LXX 2 Ki.4.10, Cic.Att.2.3.1, 13.40.1, Inscr.Prien.105.40 (i B.C.): sg., J.BJ2.17.4, Luc.Asin.26, App.BC3.93, Sammelb. 421 (iii A.D.).2 in Christian sense, the gospel, Ep.Gal.1.11, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαγγέλιον
-
125 εὐαγής
A free from pollution, pure:1 of persons, guiltless, ὁ δὲ ἀποκτείνας τὸν ταῦτα ποιήσαντα.. ὅσιος ἔστω καὶ εὐ. Lex ap.And.1.96, cf. Porph.VP15; εὐαγεστάτων ἱππέων, v.l. for εὐγενεστάτων, D.H.10.13; of bees, chaste (cf. Virg.G.4.198), AP9.404.7 (Antiphil.).2 of actions, holy, lawful, τίς οἶδεν εἰ κάτωθεν εὐαγῆ τάδε; S.Ant. 521;εὐαγές ἐστι τὸ ἀποκτεῖναι D.9.44
, cf. Arist.Fr. 538, App.BC2.148; τοῦτο δ' οὐκ εὐαγές μοι ἀπέβη wellomened, favourable, Pl.Ep. 312a. Adv.εὐαγέως, ἔρδειν h.Cer. 274
, 369, cf. A.R.2.699, POxy.1203.5 (i A.D.), etc.;οὐκ εὐαγῶς Ph.2.472
: [comp] Sup.- έστατα Jul.Or.7.230d.3 of offerings or services, undefiled: hence, lawful,ἐλέφας.. οὐκ εὐ. ἀνάθημα Pl.Lg. 956a
;θυηλαί A.R.1.1140
, etc.;ὕμνοι AP7.34
(Antip. Sid.); λύσις a solution free from defilement, S.OT 921;οὐκ εὐ. ἀπολογίαι Porph.Abst.2.10
. ( Εὐηάγης as pr. n., IG12(9).56.118 (Styra, v B.C.).)-------------------------------------------A = καλῶς κεκλασμένος, Suid., cf. EM266.3.------------------------------------εὐᾱγής [(C)], ές, (v. fin.)A bright, clear, εὐᾱγέος ἠελίοιο (cf.ἁγής 11
) Parm. 10.2; καθαρὰ καὶ εὐαγέα, of the sun and heavenly bodies, Hp. Insomn.89, cf. Democr. ap. Thphr.Sens.73,78;λευκῆς χιόνος.. εὐαγεῖς βολαί E.Ba. 662
; εὐαγέστερον γίγνεσθαι, opp. σκοτωδέστερα φαίνεσθαι καὶ ἀσαφῆ, Pl.Lg. 952a; εὐαγέστατος, opp. θολερώτατος, of air, Id.Ti. 58d;χεύων ὁλκὰν εὐαγῆ Lyr.Alex.Adesp.35.19
; σὺν.. εὀαγεῖ (also εὐαγεῖ, εὐαυγεῖ)Υγιείᾳ Pae.Erythr.15
, al.;ὀφθαλμοί Aret.SA2.4
, Adam.1.13.2 metaph., alert,ἄνθρωποι Hp.Vict.2.62
(v.l. γίνεται εὐαγής (sc. ἥ τε ὄψις καὶ ἡ ἀκοή), cf. εὐαγέα (v.l. εὐπαγέα) καὶ εὐήκοα ibid.).II far-seen or conspicuous,πέτρα Pi.Pae.Fr.19.25
; ἕδραν παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ a seat in full view of the army, A.Pers. 466;ἔστην θεατὴς πύργον εὐαγῆ λαβών E.Supp. 652
. ([pron. full] ᾱ Parm.l.c., Lyr. Alex.l.c.,AP6.204 (Leon., s.v.l.).—Perh. fr. εὐ-ᾱυγής ( ᾰὐγήlengthd., cf. εὐᾱγορέω, εὐᾱής, etc.), as ἑᾱτοῦ fr. ἑᾱυτοῦ: εὐαυγ- is a correction in Pi.l.c., v.l. in Pae.Erythr.l.c., and may be the original spelling; cf. εὐαυγής.) -
126 εὐεστώ
A well-being, title of work by Democr. (of Happiness as the Supreme Good), prosperity,ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Hdt.1.85
;ἐν εὐ. φίλῃ A.Th. 187
, Ag. 929; χαίρουσαν εὐεστοῖ πόλιν ib. 647, cf. Call.Aet.4.1.7. -
127 εὐμνημόνευτος
εὐμνημόνευτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐμνημόνευτος
-
128 εὔτυκος
εὔτῠκ-ος, ον, rare form for sq.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔτυκος
См. также в других словарях:
εστώ — ἐστώ, οῡς, ἡ (Α) δωρ. τ. τού ον. ουσία 1. αντίθ. τού μορφή 2. (στους Πυθαγορείους ως φιλοσ. όρος) η δυάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γ εν. ενεστ. οριστ. εστί τού ρ. ειμί] … Dictionary of Greek
έστω — (γ εν. πρόσωπο του είμαι), ας είναι: Θέλωένα υπάλληλο, έστω και παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έστω — βλ. είμαι … Dictionary of Greek
ἔστω — εἰμί sum pres imperat act 3rd sg ἵστημι make to stand aor ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη εἷς κοίρανος ἔστω, εἷς βασιλεύς. — См. Самодержавие … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μέγιστα και ελάχιστα — Έστω μια πραγματική συνάρτηση f, ορισμένη σε ένα υποσύνολο I του συνόλου των πραγματικών αριθμών. Ένας πραγματικός αριθμός m θα λέμε ότι είναι το ολικό μέγιστο ή αντίστοιχα το ολικό ελάχιστο της f, αν και μόνον αν για κάθε x∈Ι ισχυει: f(x) ≤ m,… … Dictionary of Greek
ολοκλήρωμα — Έστω f μια πραγματική συνάρτηση της πραγματικής μεταβλητής x, ορισμένη σε ένα κλειστό διάστημα, έστω I, με άκρα του α, β (α < β). Υποθέτουμε ότι η συνάρτηση f είναι φραγμένη, δηλαδή ότι υπάρχει κάποιος k ≥ 0, έτσι ώστε να ισχύει f(x ≤ 0), για… … Dictionary of Greek
συνάρτηση — Έστω A, B σύνολα, διαφορετικά από το κενό. Ας είναι ακόμα σ μια σχέση από το Α στο Β, σ: A > Β. Αν η σχέση αυτή είναι μονοσήμαντη, τότε (και μόνο) λέμε ότι είναι μια συνάρτηση από το Α στο Β. Το σύνολο των x από το Α, που είναι τέτοια, ώστε να … Dictionary of Greek
περιβάλλουσα — Έστω (1): f(x, ψ, t) = 0 ότι είναι η αναλυτική παράσταση μιας οικογένειας καμπυλών του επιπέδου xψ, t μια παράμετρος. Αν η συνάρτηση f ικανοποιεί ορισμένες συνθήκες (παραγωγισιμότητας και συνέχειας), τότε υπάρχει μία (και μόνο) «καμπύλη» (π) του… … Dictionary of Greek
μεταθετική ιδιότητα — Έστω ένα σύνολο I και έστω ότι στο σύνολο αυτό έχει οριστεί μια κάποια πράξη, την οποία μπορούμε να συμβολίσουμε με το σύμβολο •. Θα λέμε ότι η πράξη • είναι μ., αν και μόνον αν για κάθε α και για κάθε β από το I ισχύει ότι: α • β = β • α. Αν I,… … Dictionary of Greek
συνημίτονο και συνημιτονοειδής — Έστω κύκλος 0 (σχ. 1) με ακτίνα μέτρου ρ και ένα ορθογώνιο καρτεσιανό σύστημα αναφοράς, xOy. Έστω θετική φορά περιστροφής στο επίπεδο xOy η αντίθετη με τη φορά, που έχει η κίνηση των δεικτών του ρολογιού και μια γωνία xOA με αλγεβρική τιμή α.… … Dictionary of Greek