-
1 πρασόεις
πρασόεις, εσσα, εν, lauchartig, Opp. Hal. 1, 107.
-
2 προς-φωνήεις
προς-φωνήεις, εσσα, εν, anredend, anzureden fähig, εἰ ποτιφωνήεις γένοιο, Od. 9, 456.
-
3 πτερόεις
πτερόεις, εσσα, εν, befiedert, geflügelt; im eigtl. Sinne, ἰοί, ὀϊστοί, Il. 16, 773. 5, 171, weil sie am obern Ende gefiedert waren; auch λαισήϊα, 5, 453. 12, 426, leichte; sehr oft ἔπεα πτερόεντα, die beflügelten, schnell von den Lippen eilenden Worte, Hom. u. Hes.; πέδιλα, Hes. Sc. 220; Πάγασος, Pind. I. 6, 44; πτερόεντι τροχῷ, P. 2, 22; αἰετός, P. 2, 50; ὀϊστός, Ol. 9, 12; auch ὑμνος, I. 4, 63; κνώδαλα πτεροῠντα, Aesch. Suppl. 978; πτερόεσσα κόρα, die Sphinx, Soph. O. R. 508; vgl. Eur. Phoen. 1049; auch φυγὴ πτερόεσσα, die eilige Flucht, Ion 1238; κεραυνός, Ar. Av. 576; sp. D., ϑυμὸς πτερόεις ἰάνϑη, Ap. Rh. 4, 23.
-
4 πυρόεις
πυρόεις, εσσα, εν, feurig; oft in der Anth., ὄμ-ματα Rufin. 13 (V, 15), πόϑος Ep. ad. 464 (IX, 132), βλεφάρων ἴτυς Ep. ad. 301 ( Plan. 140); – ὁ πυρόεις ist der Planet Mars, Maneth. oft; Cic. de N. D. 2, 20. – Bei Ath. VIII, 358 c aus Mnesith. sind οἱ πυροῠντες eine Forellenart.
-
5 πωτήεις
πωτήεις, εσσα, εν, fliegend, Nonn. D. 8, 177.
-
6 παχνήεις
παχνήεις, εσσα, εν, reifig, voll Reif, Nonn. D. 3, 4.
-
7 περι-τῑμήεις
περι-τῑμήεις, εσσα, εν, sehr geehrt, geschätzt, Hom. h. Ap. 65.
-
8 πισσήεις
-
9 πετρήεις
πετρήεις, εσσα, εν, felsig, steinig, voll von Felsen od. von Steinen; bei Hom. stets Beiwort eines Landes, einer Insel, Αὖλις, Πυϑών, Καλυδών, Il. 2, 496. 529. 640, νῆσος, Od. 4, 844; γλαφὺ πετρῆεν, Hes. O. 535; πετραέσσας Πυϑῶνος, Pind. Ol. 6, 48; sp. D.
-
10 πιτυόεις
-
11 πευκήεις
πευκήεις, εσσα, εν, mit Fichten bewachsen, sichtenreich; οὔρεα, D. Per. 678; νῆσος, Orph. Arg. 1194; aus Fichten gemacht, Ἥφαιστος, d. i. das Feuer der Pechfackeln, Soph. Ant. 123; σκάφος, Eur. Andr. 864; sp. D. – Uebh. scharf durchdringend, herb u. spitz, ὀλολυγμός Aesch. Ch. 381, auch κέντρα, Opp. Hal. 2, 457.
-
12 πεδόεις
πεδόεις, εσσα, εν, auf dem Erdboden, niedrig, Nic. Ther. 662.
-
13 πελιδνήεις
πελιδνήεις, εσσα, εν, poet. statt πελιδνός, sp. D.
-
14 παιπαλόεις
παιπαλόεις, εσσα, εν, bei Hom. Beiw. von ὄρος, Il. 13, 17, Ἴμβρος, 24, 78, Ἶϑάκη, Od. 4, 845 u. öfter, Σάμος, 4, 671, σκοπιή, 10, 97, ἀταρπός, Il. 17, 743, ὁδός, 12, 168; βῆσσαι, Hes. Th. 860; Μίμας, Κύνϑος, H. h. Apoll. 39. 141; Κάρπαϑος, Ap. Rh. 4, 1635; gew. rauh, schroff, jäh erkl., denn die genannten Inseln sind alle felsig, u. der Pfad ein steiler Bergpfad (nur ὁδός wurde von den Alten auch auf παιπάλη zurückgeführt und »staubig« erklärt); die Ableitung ist aber schwierig und der Zusammenhang mit αἰπύς, das man gew. als Stamm annimmt, unklar; richtiger führt man es auf πάλλω zurück mit Herm. zu H. h. Apoll. 39, u. bes. Lucas Progr. von Bonn 1841, der von πάλλω, vom Schleudern des Blitzes im Zickzack, ausgehend, gezackt erkl., βῆσσαι, die im Zickzack sich schlängelnden Thäler, u. so auch die Felsenpfade, wie die Felseninseln, die von weitem bes. den Anblick vielzackiger Höhen gewähren. Die Meinungen der alten Gramm. (E. M. 658, 2) sind sehr verschieden u. unhaltbar, auch die Ableitung von πάλη, wie δυσπαλής, raub, mühsam, schwierig, ist unhaltbar.
-
15 πνιγόεις
-
16 παιδόεις
-
17 παν-αιγλήεις
παν-αιγλήεις, εσσα, εν, ganz glänzend, strahlend, κῆπος, Byz. anath. 33 (IX, 806).
-
18 πορφυρόεις
πορφυρόεις, εσσα, εν, purpurfarbig, Nic. Al. 544.
-
19 πονόεις
-
20 πηγανόεις
πηγανόεις, εσσα, εν, von Raute, Nic. Al. 154.
См. также в других словарях:
ἕσσα — ἵζω si sd o aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψικραν(ά)εσσα — ἡ, Α επίθ. ψηλή και τραχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρανος (< *κρᾱνον, πρβλ. κρανίον) + κατάλ. όεις* / εσσα] … Dictionary of Greek
αστερόεις — εσσα, εν (AM ἀστερόεις, εσσα, εν) [αστήρ] 1. ο γεμάτος αστέρια (η αστερόεσσα η σημαία των ΗΠΑ) 2. αυτός που λάμπει σαν αστέρι … Dictionary of Greek
ζυμήεις — εσσα, εν (Α ζυμήεις, εσσα, εν) [ζύμη] αυτός που είναι παρασκευασμένος με ζύμη, ο ένζυμος («ζυμήεις ἄρτος», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
ηχήεις — εσσα, εν (Α ήχήεις, εσσα, εν) αυτός που παράγει ισχυρό ήχο ή θόρυβο, ηχηρός, ηχητικός, ηχογόνος, βουερός («θάλασσά τε ήχήεσσα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αυτός που τραγουδά, που κάνει βόμβο, που θροεί 2. αυτός που αντηχεί ισχυρά («κάδ δώματα ήχήεντα», Ομ … Dictionary of Greek
ιχθυόεις — εσσα, εν (Α ἰχθυόεις, εσσα, εν) γεμάτος ψάρια, αυτός στον οποίο υπάρχουν άφθονα ψάρια αρχ. 1. όμοιος με ψάρι 2. αυτός που αποτελείται από ψάρια («ἰχθυόεσσα θήρη», Οππ.) 3. φρ. α) «ἰχθυόεντα κέλευθα» η θάλασσα (Ομ. Οδ.). β) «ἰχθυόεις μυχός» ο… … Dictionary of Greek
κυματόεις — εσσα, εν (Α κυματόεις) (ποιητ. τ.) κυματίας*, γεμάτος κύματα, φουρτουνιασμένος, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κατάλ. όεις, πρβλ. αιματ όεις, εγκατ όεις] … Dictionary of Greek
πανωπήεις — εσσα, εν, Α ορατός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θ. ὠπ τού ὄπωπα (πρβλ. συνθ. σε ωψ, μύ ωψ) + κατάλ. ήεις] … Dictionary of Greek
παχνήεις — εσσα, εν, ΜΑ ο γεμάτος από πάχνη, παχνώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάχνη + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek
πεδόεις — εσσα, εν, Α αυτός που κείται πάνω στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
πελιδνήεις — έσσα, εν Α (ποιητ. τ.) πελιδνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελιδνός + κατάλ. ήεις (πρβλ. αυγ ήεις)] … Dictionary of Greek