Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πισσήεις

См. также в других словарях:

  • πισσήεις — εσσα, εν, Α αυτός που είναι γεμάτος πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • πισσήεντα — πισσήεις of pitch neut nom/voc/acc pl πισσήεις of pitch masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πισσήρης — ῆρες, Α (ποιητ. τ.) 1. πισσήεις* 2. πισσοκώνητος* 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πισσήρης (ενν. κηρωτή) έμπλαστρο με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. ήρης* (Ι) (< ἀραρίσκω «συνδέω») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ξιφ ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • πισσηρός — ά και ιων. τ. πισσηρή, όν, Α 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από πίσσα ή που είναι γεμάτος πίσσα, πισσήεις* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πισσηρά (ενν. κηρωτή) αλοιφή παρασκευασμένη από πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. ηρός (πρβλ. νοσ ηρός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»