-
1 πίσσινος
-
2 πίσσινος
πίσσινος, von Pech, daraus gemacht oder bestehend -
3 πισσήεις
-
4 πίττινος
πίττινος, πιττόω, πίττωσις, πιττωτός, att. statt πίσσινος, πισσόω u. s. w.
См. также в других словарях:
πίσσινος — και αττ. τ. πίττινος, ίνη, ον, Α [πίσσα] 1. ο φτιαγμένος από πίσσα ή αυτός που έχει αλειφθεί με πίσσα ή αυτός που έχει τη χροιά πίσσας 2. ο όμοιος με πίσσα («κατέσταζεν ἐξ αὐτοῡ δρόσος πιττίνη», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
πίσσινον — πίσσινος of masc acc sg πίσσινος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίττινον — πίσσινος of masc acc sg (attic) πίσσινος of neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιττίνη — πίσσινος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίττινος — η, ον, Α (αττ. τ.) βλ. πίσσινος … Dictionary of Greek