-
1 ερωτάς
ἐρωτᾶ̱ς, ἐρωτάωask: pres ind act 2nd sg (doric)——————ἐρωτάωask: pres subj act 2nd sgἐρωτάωask: pres ind act 2nd sg (epic) -
2 Έρωτας
-
3 Ἔρωτας
-
4 έρωτας
-
5 ἔρωτας
-
6 έρωτας
[-ως (-ωτος)] ο1) любовь; влечение;έρωτας της δόξας (της πατρίδας) — любовь к славе (к родине);
2) увлечение, страсть;έχω έρωτα στο κυνήγι — страстно увлекаться охотой;
έχω έρωτα με το θέατρο — увлекаться театром;
τό ψάρεμα είναι ο έρωτας μου — рыболовство это моя страсть;
§ ο έρωτας είναι τυφλός κι' ανοιχτομάτες πιάνει — погов, любовь слепа, а зрячих в свои сети ловит
-
7 ἐρωτᾶς
Βλ. λ. ερωτάς -
8 ἐρωτᾷς
Βλ. λ. ερωτάς -
9 ἐρωτᾷς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐρωτᾷς
-
10 έρωτας
[эротас] ουσ а. любовь, возлюбленносгь. -
11 έρωτας
amour -
12 έρωτας
1) kochać czas.2) lubić czas.3) miłość (f) rzecz. -
13 έρωτας
1) láska2) miláček3) milý -
14 έρωτας
1) love2) sexΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έρωτας
-
15 Ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται
Τα νιάτα (ή ο έρωτας) κι ο βήχας δεν κρύβονται• Молодость (или любовь) и кашель не утаишьИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται
-
16 Ο έρωτας είναι τυφλός κι' ανοιχτομάτες πιάνει
• Любовь слепа, а зрячих в свой сети ловитИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο έρωτας είναι τυφλός κι' ανοιχτομάτες πιάνει
-
17 ἐρωτάω
ἐρωτάω, ion. u. ep. εἰρωτάω u. εἰρωτέω (vgl. ἌΡΩ), fragen, befragen; εἰρώτα, τίς εἴη, Od. 15, 422; τινά, Aesch. Spt. 164; Soph. El. 309 u. öfter; Eur., Ar. u. in Prosa, ἠρώτα ἕνα ἕκαστον –, εἴ τινα ἐλπίδα ἔχει Thuc. 8, 53; ϑεόν, den Gott befragen, Xen. Mem. 1, 3, 2; – τί, nach Etwas fragen, forschen, sich darnach erkundigen, ὃ δ' οὖν ἐρωτᾶτε Aesch. Prom. 226; ἃ νῦν δὴ ἐρωτῶμεν περὶ αὐτῶν Plat. Theaet. 185 c; ἐρωτᾷς ἐρώτημα Rep. VI, 487 e; häufig τινά τι, Einen um Etwas, wonach fragen, ἅ μ' εἰρωτᾷς Od. 4, 347. 17, 138; ὅσ' ἄν σ' ἐρωτῶ Soph. O. R. 1122; Tr. 402; Eur. I. A. 1129; Ar. Nubb. 641; εἴ τις καὶ ταῦτα ἐρωτῴη ἡμᾶς Plat. Rep. II, 378 e; Phil. 18 a. – Pass., πῶς δὴ νῦν τοῦτο ἐρωτώμεϑα ὑφ' ἡμῶν αὐτῶν Plat. Phil. 44 b; τὸν λόγον ἐρωτώμενοι Legg. X, 895 e; ὅσα αὐτὸς ὑπ' ἄλλων ἐρωτῷτο Xen. Cyr. 1, 4, 3. – Andere Vrbdgn sind παρούσας δ' ἀμφὶ τάδ' ἐρωτᾷς Eur. Ion 236, ἃ νῦν δὴ ἠρωτῶμεν περὶ αὐτῶν Plat. Theaet. 185 c. – Bei Luc. u. Sp. = eine Schlußform in Fragen anwenden u. auf solche Weise einen Beweis führen. – Im N. T. oft = bitten, anflehen, τινά.
-
18 ερωτάις
-
19 ἐρωτᾶις
-
20 πάρ-εδρος
πάρ-εδρος, daneben, dabei sitzend oder seiend, bes. subst. Beisitzer, bei einem Gerichte oder einem andern Staatsamte; τῷ βασιλεῖ σημαίνει τις τῶν παρέδρων, Her. 8, 138; vgl. Harpocr., der aus Arist. anführt λαμβάνουσι δὲ παρέδρους ὅ τε ἄρχων καὶ ὁ πολέμαρχος, δύο ἑκάτερος, οὓς ἂν βούληται καὶ οὗτοι δοκιμάζονται ἐν τῷ δικαστηρίῳ πρὶν παρεδρεύειν. Uebh. Theilnehmer, Genosse, τινός, Pind. P. 4, 4; ἵμερος εὐλέκτρου νύμφας τῶν μεγάλων πάρεδρος ἐν ἀρχαῖς ϑεσμῶν, Soph. Ant. 792; τᾷ σοφίᾳ παρέδρους ἔρωτας, Eur. Med. 843; γύναι πάρεδρος χαλκέοις ὅπλοις, Troad. 572; Tischgenosse, Her. 5, 18 u. Folgde.
См. также в других словарях:
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
έρωτας — ο 1. έντονη συμπάθεια, αγάπη, λατρεία, αφοσίωση προς άλλο άτομο: Τον κτύπησε κατακούτελα ο έρωτας (είναι πολύ ερωτευμένος). 2. μτφ., σφοδρή αγάπη ή επιθυμία, υπερβολική προσήλωση σε κάτι: Έχει έρωτα με την επιστήμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρωτᾶς — ἐρωτᾶ̱ς , ἐρωτάω ask pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτᾷς — ἐρωτάω ask pres subj act 2nd sg ἐρωτάω ask pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔρωτας — ἔρως love masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρωτας — ἔρως love masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτᾶις — ἐρωτᾷς , ἐρωτάω ask pres subj act 2nd sg ἐρωτᾷς , ἐρωτάω ask pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδεραστία — Έρωτας ενηλίκου ανδρός προς ανήλικο άτομο. Η π. είναι γνωστή από την αρχαιότητα με την έννοια όμως του έρωτα ενός άνδρα για ανήλικο αγόρι. Οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσες, οι Τυρρηνοί, οι Κέλτες, οι Ιάπωνες και οι Κινέζοι καλλιέργησαν ιδιαίτερα την π.,… … Dictionary of Greek
Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… … Dictionary of Greek
Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae … Wikipedia
Δάντης — (Φλωρεντία 1265 – Ραβένα 1321). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού ποιητή Ντάντε Αλιγκέρι (Dante Alighieri). Ο Δ. υπήρξε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους τους… … Dictionary of Greek