Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔρχατος

См. также в других словарях:

  • ἔρχατος — fence masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρχαμος — ὄρχαμος, ὁ (Α) πρώτος στη σειρά, αρχηγός («καὶ πεδοστιβὴς λεὼς σμῆνος ὡς ἐκλέλοιπεν μελισσᾱν σὺν ὀρχάμῳ στρατοῡ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τα: ἄρχω, ἀρχός «αρχηγός» και εμφανίζει κατάλ. μος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»