-
1 ἔρχατος
-
2 ἔρχατος
ἔρχατος, ὁ, Zaun, Gehege zum Einschließen
См. также в других словарях:
ἔρχατος — fence masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρχαμος — ὄρχαμος, ὁ (Α) πρώτος στη σειρά, αρχηγός («καὶ πεδοστιβὴς λεὼς σμῆνος ὡς ἐκλέλοιπεν μελισσᾱν σὺν ὀρχάμῳ στρατοῡ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τα: ἄρχω, ἀρχός «αρχηγός» και εμφανίζει κατάλ. μος… … Dictionary of Greek