-
1 ἐρχανήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρχανήεις
-
2 ερχανήεντα
-
3 ἐρχανήεντα
См. также в других словарях:
ἐρχανήεντα — ἐρχανήεις like a fence neut nom/voc/acc pl ἐρχανήεις like a fence masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)