-
1 έποικος
-
2 ἔποικος
-
3 ἔποικος
1 colonist, settlerυἱὸν δ' Ἄκτορος ἐξόχως τίμασεν ἐποίκων O. 9.69
-
4 ἔποικος
ἔποικος, ὁ,A settler, sojourner, Pi.O.9.69.3 more freq., colonist, Ar.Av. 1307, IG9(1).334.5 (in [dialect] Locr. form ἐπίϝοικος), ib.12.397 ; ἐποίκους πέμπειν, ἀποστέλλειν, Th.2.27, Isoc.5.6 ; esp. of additional settlers, ἐ. δέχεσθαι, ἐπάγεσθαι, Arist.Pol. 1303a28,37 ;λαὸν ἔποικον ἄγοις Call.Aet.Oxy.2080.69
, cf.Ant.Lib.4.4, al.2 Subst. neighbour, S.OC 506.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔποικος
-
5 έποικον
-
6 ἔποικον
-
7 έποικα
-
8 ἔποικα
-
9 έποικοι
-
10 ἔποικοι
-
11 εποίκοις
-
12 ἐποίκοις
-
13 εποίκους
-
14 ἐποίκους
-
15 εποίκων
-
16 ἐποίκων
-
17 ἀνάξιος
I of persons, unworthy, not deemed or held worthy; ἀνάξιον σοῦ too good for thee, S.Ph. 1009: also c. inf., ἀ. γὰρ πᾶσίν ἐστε δυστυχεῖν undeserving in the eyes of all to suffer, S.OC 1446; .2 abs., worthless, despicable, Hdt.7.9, S.Ph. 439, etc.;ἁπερεί τις ἔποικος ἀναξία Id.El. 189
(lyr.). Adv. , etc.II of things, undeserved,ἀνάξια σφέων αὐτῶν πεπονθότες Hdt.1.73
, cf. 114, Lys.21.25, Pl.Cri. 53e: also abs.,ἀνάξια παθεῖν E.IA 852
, al., Pl.Tht. 184a. Adv.-ίως, ἐφθάρησαν ἀ. ἑωυτῶν Hdt.7.10
.έ.------------------------------------A kingly, royal, Sch.Il.23.630.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάξιος
-
18 ἐπιοικοδομά
ἐπιοικοδομά, ἡ,A v. ἐποικοδομή. [full] ἐπίϝοικος, v. ἔποικος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιοικοδομά
См. также в других словарях:
ἔποικος — settler masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έποικος — ο (AM ἔποικος, ον) 1. αυτός που εγκαθίσταται μόνιμα σε ήδη κατοικημένη περιοχή 2. εκείνος που εγκαθίσταται από το κράτος σε απαλλοτριωμένη ή κατακτημένη περιοχή μσν. κάτοικος αρχ. 1. ξένος, αυτός που έρχεται από άλλη χώρα και δεν έχει πολιτικά… … Dictionary of Greek
έποικος — ο 1. ξένος εγκαταστημένος σε τόπο ήδη κατοικημένο. 2. ο άποικος, ο εγκαταστημένος σε αποικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔποικον — ἔποικος settler masc/fem acc sg ἔποικος settler neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποίκοις — ἔποικος settler masc/fem/neut dat pl ἐπέοικε perf opt act 2nd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποίκους — ἔποικος settler masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποίκων — ἔποικος settler masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔποικα — ἔποικος settler neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔποικοι — ἔποικος settler masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποικίζω — (AM ἐποικίζω) [έποικος] 1. εγκαθιστώ εποίκους σε ήδη κατοικημένο τόπο νεοελλ. εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες σε δημόσιες ή απαλλοτριωμένες εκτάσεις αρχ. 1. τειχίζω («πόλιν ἐποικίσαι Λακεδαιμονίοις») 2. καλλιεργώ («ἔδωκεν κῆπον ἐποικίσαι»).… … Dictionary of Greek
εποικώ — (AM ἐποικῶ, έω) εγκαθίσταμαι ως έποικος σε κατοικημένο τόπο («Κυκλάδες ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις», Ευρ.) αρχ. 1. εγκαθίσταμαι κάπου με εχθρικές διαθέσεις («ἐποικοῡντες ὑμῑν αἰεί τε ἐπιβουλεύουσι», Θουκ.) 2. παθ. ἐπικοῡμαι (για χώρα) κατέχομαι… … Dictionary of Greek