Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἔπλευ

См. также в других словарях:

  • ἔπλευ — πέλω come into existence imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήμα — ἧμα, τὸ (Α) 1. το ακόντιο 2. ο ακοντισμός («ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος» ο καλύτερος στον ακοντισμό, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἡ του ἵημι «ρίχνω» (πρβλ. ἥσω, ἥκα, μέλλ. και αόρ. τού ἵημι) + κατάλ. μα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»