Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀνδράσιν

См. также в других словарях:

  • ἀνδράσιν — ἀνήρ nar masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀνδράσιν — ἀνδράσιν , ἀνήρ nar masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Mimnermus — Mimnermos was one of several ancient, Greek poets who composed verses about solar eclipses, and there was in fact a total solar eclipse of his home town, Smyrna, on April 6, 648 BC[1] His poetry survives only as a few fragments yet they afford us …   Wikipedia

  • Vlysses — VLYSSES, is, Gr. Ὀδυσσεὺς, έως, (⇒ Tab. XV.) 1 §. Namen. Der lateinische wird auch vielfältig Vlyxes, oder Vlixes geschrieben. Einige leiten ihn alberner Weise von dem griechischen Worte ὅλος, all, und ξένος, fremd, Gast, her, da er so viel… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • безмоужьѥ — БЕЗМОУЖЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Отсутствие мужества: паче же тѣхъ же нырии и в мужи(х) безмужь˫а. и двоични родомь. ˫авлени же невѣрьство(м). им же не вѣдѣ како илі ѡ(т)куду. римьстии цр(с)ве. женьскымъ поручникомъ мужьска˫а поручаю(т). (ἐν ἀνδράσιν… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ANTIANIRA — mater Euryli et Echionis. Apollonius l. 1. Τὼ δ᾿ αὖτ᾿ ἐκγεγάτην Μενετήϊδος Ἀντιανείρης. Hesych. Ἀντιάνειραι, Ἀρίςταρχος ἴσανδροι. τὸ δὲ ἐπίθετον τῶν Ἀμαζόνων, ἤτοι διότι ἀνδράσιν ἠναντιοῦντο οὐ θέλουσαι ἀυτοῖς συνευναςθῆναι …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TZANCAE — sive ZANCAE, genus calceamentorum, quibus Imperatores Graeci usi sunt; Campagi Latinis, cultu, pretiô, coloreque ab aliorum distincti. Habebant ad latus, secundum suras et in tatsis, aquilas ex lapillis et margaritis, iisque usi sunt Imperatores… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευάγκαλος — εὐάγκαλος, ον (ΑΜ) μσν. (για λιμάνι) πλατύς, ευρύχωρος («λιμένες εὐάγκαλοι», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που φέρεται στην αγκαλιά εύκολα, ευχάριστα, ο ευπρόσδεκτος («ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον», Αισχύλ.) 2. αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ Αἰνείας... ἐξῆγε… …   Dictionary of Greek

  • λιμόψωρος — λιμόψωρος, ὁ (Α) είδος ψώρας τών ανθρώπων και τών ζώων που οφείλεται σε πείνα ή σε κακή διατροφή («καὶ τοῑς ἀνδράσιν ὁ λεγόμενος λιμόψωρος καὶ τοιαύτη καχεξία», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + ψωρος (< ψώρα), πρβλ. μελάμ ψωρος] …   Dictionary of Greek

  • ομίλημα — το (Α ὁμίλημα) [ομιλώ] νεοελλ. ομιλία, συνδιάλεξη, μίλημα, κουβέντα αρχ. 1. συναναστροφή, σχέση («ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα», Πλάτ.) 2. συντροφιά («γυνὴ ἀπὸ παρθένου μέχρι ἡλικίας μέσης... εὐάγκαλον ἀνδράσιν ὁμίλημα», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • πατρόθεν — Α επίρρ. 1. από τον πατέρα 2. μαζί με το πατρικό όνομα («ἐν στήλη ἀναγραφῆναι πατρόθεν ὡς ἀνδράσιν ἀγαθοῑσι γενομένοις», Ηρόδ.) 3. από την πλευρά τού πατέρα, από πατέρα («εἴπερ ἔστ ἐμὸς τὰ πατρόθεν», Σοφ.) 4. κατά πατρική προέλευση («πατρόθεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»