Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἄλοχοι

См. также в других словарях:

  • ἄλοχοι — ἄλοχος partner of one s bed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλικρήδεμνος — καλλικρήδεμνος, ο, η (Α) αυτός που έχει ωραίο κάλυμμα τού κεφαλιού («ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κρή δεμνος (< κρή δεμνον*), πρβλ. κυανο κρή δεμνος, λιπαρο κρή δεμνος] …   Dictionary of Greek

  • τέκνο — το / τέκνον, ΝΜΑ 1. ο γόνος, το παιδί, γιος ή κόρη, σε σχέση προς τους γονείς του (α. «το τέκνο μου το μοναχό, το κανακάρικό μου», Θυσ. Αβρ. β. «γλυκύτατόν μου τέκνον», Ακολ. Μ. Σαββ. γ. «σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις», ΚΔ δ. «ἄλοχοι καὶ νήπια τέκνα»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»