-
1 ἔπισσαι
Grammatical information: f. pl.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: For the formation cf. μέτασσαι f. pl. `lams of middle age' (ι 221); (perh. also the place names Ἄμφισσα, Ἄντισσα). Derivation uncertain; perh. a τ-ι̯ο-suffix (Schulze KZ 40, 412ff. = Kl. Schr. 71 n. 1), or - κ-ιο-. Acc. to Giles ClassRev. 3, 3f. ἔπι-σσαι would be analogical after μέτ-ασσαι = μετ-οῦσαι with archaic disappearance of the zero grade of the ptc. f. See Schwyzer 472 w. n. 2.Page in Frisk: 1,542Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔπισσαι
См. также в других словарях:
περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… … Dictionary of Greek