Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἄμφισσα

См. также в других словарях:

  • Ἄμφισσα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άμφισσα — Κωμόπολη (υψόμ. 180 μ., 6.946 κάτ.) της Στερεάς Ελλάδας, πρωτεύουσα του νομού Φωκίδος και έδρα του ομώνυμου δήμου. Είναι χτισμένη στην ομώνυμη λεκάνη, μέσα σε έναν τεράστιο ελαιώνα, που φτάνει στα N έως τον όρμο της Ιτέας. Η Ά. έχει μικρές… …   Dictionary of Greek

  • Άμφισσα — η κωμόπολη της Στερεάς Ελλάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄμφισσα — ἀμφί ἵζω si sd o aor ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ámfisa — Άμφισσα Ámfisa Vis …   Wikipedia Español

  • Δελμούζος, Αλέξανδρος — (Άμφισσα 1880 – Αθήνα 1956). Εκπαιδευτικός. Υπήρξε υπέρμαχος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και του δημοτικισμού. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά στη Γερμανία. Οι παιδαγωγικές του αντιλήψεις, βάσει των οποίων… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδωρακόπουλος, Λουκάς — (Άμφισσα 1925 –). Λογοτέχνης. Εργάστηκε ως ιδιωτικός υπάλληλος και μεταφραστής. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση (1941 44) μέσω της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία· έγραψε ποιήματα, μεταφράσεις, μυθιστορήματα κ.ά.… …   Dictionary of Greek

  • Καρούζος, Χρήστος — (Άμφισσα 1900 – Αθήνα 1967). Αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός. Ήταν διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου από το 1942 έως το 1964 και εργάστηκε με δημιουργικό τρόπο για τη ριζική αναδιοργάνωσή του μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, με ανακατάταξη… …   Dictionary of Greek

  • Κόντος, Κωνσταντίνος — (Άμφισσα 1834 – Αθήνα 1909). Φιλόλογος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στην Αθήνα και αργότερα στην Ολλανδία, όπου συνδέθηκε με τον Ολλανδό ελληνιστή Καρλ Κόμπετ, έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους της γραμματικής κατεύθυνσης στην κλασική… …   Dictionary of Greek

  • Ἀμφισσέων — Ἄμφισσα fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφίσσης — Ἄμφισσα fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»