-
1 αγγελιαρχος
См. также в других словарях:
ἀγγελίαρχε — ἀγγελίαρχος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελίαρχον — ἀγγελίαρχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αγγελιαρχος
ἀγγελίαρχε — ἀγγελίαρχος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελίαρχον — ἀγγελίαρχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)