-
1 Ασιαρχος
См. также в других словарях:
καβειροαρχώ — καβειροαρχῶ, έω, βοιωτ. επιγρ. καβιροαρχίω (Α) είμαι άρχοντας τής τελετής τών Καβειρίων στη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κάβειροι + αρχώ (< αρχος < ἀρχός), πρβλ. Ασι αρχώ, Δωρι αρχώ] … Dictionary of Greek