Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔνωσα

См. также в других словарях:

  • ενώνω — ένωσα, ενώθηκα, ενωμένος 1. μτβ., από δύο ή περισσότερα κάνω ένα σύνολο, ενοποιώ, συγχωνεύω: Το υδρογόνο ενώνεται με το οξυγόνο και σχηματίζει νερό. 2. συνδέω: Τους ενώνει κοινή ιδεολογία. – Η γέφυρα ενώνει τις δύο όχθες. 3. συναρμόζω, συνάπτω:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνώσας — ἐνώσᾱς , ἐνωθέω thrust in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνωσάσης — ἑνωσά̱σης , ἑνόω make one aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνώσας — ἑνώσᾱς , ἑνόω make one aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνώσασα — ἑνώσᾱσα , ἑνόω make one aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνώσασαν — ἑνώσᾱσαν , ἑνόω make one aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • με — (I) και μέ (συντετμημένος τύπος τού εμέ, αιτ. τού εγώ) όταν προτάσσεται τού ρήματος συνήθως διατηρεί τον τόνο του και χρησιμοποιείται ως μη εγκλιτική λέξη, ενώ όταν επιτάσσεται σχεδόν πάντοτε παραμένει άτονο και είναι εγκλιτική λέξη (α. «μέ… …   Dictionary of Greek

  • ενώνω — ενώνω, ένωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»