-
1 ενωσα
-
2 ἐνῶσα
-
3 ενώσας
ἐνώσᾱς, ἐνωθέωthrust in: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἑνώσᾱς, ἑνόωmake one: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 νοεω
[νόος] тж. med. (aor. ἐνόησα - эп. νόησα и ион. ἔνωσα, pf. νενόηκα - ион. νένωκα; pass.: aor. ἐνοήθην - ион. ἐνώθην, редко ἐνοησάμην, pf. νενόημαι; ион. pf. νένωμαι, 3 л. pl. ppf. ἐνένωτο)1) (тж. ν. ὀφθαλμοῖς и ἐν ὀφθαλμοῖς Hom.) воспринимать (зрением), замечать(οὔπω τοίους ἵππους ἴδον οὔδ΄ ἐνόησα Hom.)
2) (тж. θυμῷ ν. Hom.) постигать мысленно, представлять себе(νοούμενος τὰ λοιπὰ τοῦ βίου Soph.)
νοεῖσθαι μέν, ὁρᾶσθαι δ΄ οὔ Plat. — постигаться мыслью, но не очами3) (тж. ν. φρεσί, ἐν φρεσί, μετὰ φρεσί и κατὰ φρένα Hom.) мыслить, думать, обдумыватьὀρθὰ ν. Her. — думать правильно, быть правильного мнения;
ἄλλα νοεῦντες Her. — думая иное;τῷ νοῆσαι δεινότατος Plut. — весьма рассудительный4) придумывать, затевать, замышлять(ἐσθλά τινι Hes.; κακόν τινι Her.; κατακτεῖναί τινα Soph.)
5) полагать, думать, считать(τόδε γὰρ νοῶ κράτιστον Soph.)
6) значить, означать(σκέψασθαι, τί καὴ νοεῖ τὸ ὄνομα Plat.)
-
5 ενωσάσης
-
6 ἑνωσάσης
-
7 ενώσασα
-
8 ἑνώσασα
-
9 ενώσασαν
-
10 ἑνώσασαν
-
11 νοέω
Aνόησα Il.8.91
; [dialect] Ion. ἔνωσα ([etym.] ἐν-) Hdt. 1.86: [tense] pf. νενόηκα, [dialect] Ion. νένωκα ([etym.] ἐν-) Id.3.6; imper. νενόηθι Hilgard Excerpta e libris Herodiani 30:—[voice] Med., [dialect] Ep. [tense] aor.νοήσατο Il.10.501
; part.νοησάμενος Alc.Supp.7.6
,νωσάμενος Thgn.1298
, Theoc.25.263, Call.Fr. 345, etc.:—[voice] Pass. (mostly in med. sense), [tense] fut.νοηθήσομαι S.E.P.2.175
, Gal.UP17.1: [tense] aor. ; also [dialect] Ion. ([etym.] ἐπ-) Hdt.3.122, 6.115: [tense] pf. νενόημαι, [dialect] Ion.νένωμαι Anacr.10
, Hdt.9.53, S.Fr. 182, Aëthlius 4: [ per.] 3sg. [tense] plpf. ἐνένωτο (in med. sense) Hdt.1.77. Hdn.Gr.2.253 cites νοῦνται from Democr. (v. infr.) and [tense] pf. [voice] Pass. νένοται. —The compds. with ἀπό, διά, ἐν, ἐπί, μετά, πρό are used chiefly in [voice] Med.:—perceive by the eyes, observe (οἱ ἀρχαῖοι τὸ ν. σωματικὸν.. ὑπολαμβάνουσιν Arist. de An. 427a26
), Il.3.396; ὀξὺ ν. ib. 374, Hes. Th. 838, etc.; ὀφθαλμοῖσιν, ἐν ὀφθαλμοῖσι ν., Il.15.422, 24.294.2 perceive by the mind, apprehend,τὸν δὲ ἰδὼν ἐνόησε 11.599
;οὐ.. ἴδον οὐδ' ἐνόησα Od.13.318
, cf. Il.10.550, 24.337, etc.; ; ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν or did not take notice, Il.9.537, cf. 5.665; νοέεις δὲ καὶ αὐτός thou thyself art aware of it, Od.21.257;θυμῷ νοέω καὶ οἶδα ἕκαστα 18.228
;ν. τῇ καρδίᾳ LXX Is.44.18
; πρὸ ὃ τοῦ ἐνόησεν one perceives before the other, Il.10.224: abs.,[θεὸς] οὖλος ὁρᾷ, οὖλος δὲ νοεῖ, οὖλος δὲ τ' ἀκούει Xenoph.24
; : freq. in Philos., of thought,μάλιστα ἔοικεν ἴδιον [ψυχῆς] τὸ ν. Arist.de An. 403a8
;ἔοικε δὴ τὸ ζῆν εἶναι κυρίως τὸ αἰσθάνεσθαι ἢ ν. Id.EN 1170a19
, cf. 1166a22;καλῶς ν. καὶ λέγειν καὶ πράττειν X.Cyn.1.18
: also with part. added,ὡς ἐνόησεν ἔμ' ἥμενον Od.10.375
; of a future event,νοέω κακὸν ὔμμιν ἐρχόμενον 20.367
: c. inf., ;πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας Ep.Hebr.11.3
: folld. by ὡς .., Od.22.32, cf. Pl.Epin. 977c;νόει θ' ᾗ δῆλον ἕκαστον Emp.4.13
:—[voice] Med.,νωσάμενος Thgn.1298
; :—[voice] Pass., to be apprehended by thought, ; τὰ νοούμενα, opp. τὰ αἰσθητά, ib. 508c;τὰ ἀόρατα τοῖς ποιήμασι νοούμενα Ep.Rom.1.20
.3 think, consider, reflect, φρεσὶ ν. ἔνθ' εἴην ἢ ἔνθα" Il.15.81;μετὰ φρεσὶ σῇσι νόησον Αἰνείαν, ἤ κέν μιν ἐρύσσεαι ἦ κεν ἐάσῃς 20.311
; οὐδ' ἐνόησε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν ὡς .. ib. 264; ἐπ' ἀμφότερα ν. look to both sides, Hdt.8.22: c. acc. cogn., ἄλλα νοέειν to be other wise minded, Id.7.168; alsoεἰπὲ δ' ᾗ νοεῖς S.Tr. 1135
, cf. El. 1435: part. νοέων, έουσα, wary, discreet, Il.1.577;τὴν μέν κεν ἐπαινέσσειε νοήσας Hes.Op.12
, cf. Od.15.170; τὰ νοέων λέγει what he says advisedly, Hdt.8.102; νοῶν καὶ φρονῶν sane and in his right mind, in wills, Test.Epict.1.1, PPetr.3p.4 (iii B.C.), etc.:— in [voice] Med.,φρενὶ θεῖα νοῦνται Democr.129
;ὑψηλὰ νενωμένος Anacr. 10
.4 consider, deem, presume to be so and so,ὡς μηκέτ' ὄντα κεῖνον.. νόει S.Ph. 415
; τόδε γὰρ νοῶ κράτιστον ib. 1176;δεῖ ν. συνεχῆ τὰ ἔνοπτρα Arist.Mete. 373a19
: c. inf., δεῖ νοῆσαι τὸ μὲν ὑγρὸν εἶναι ib. 340b24, etc.; cf. νοητέον.II think out, devise, conceive τοῦτό γ’ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησε Od.2.122; ἔνθ' αὖτ' ἄλλ' ἐνόησε θεά ib. 382; ἄλλα μὲν αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶ σῇσι νοήσεις, ἄλλα δὲ καὶ δαίμων ὑποθήσεται 3.26; : freq. with neut. pl. Adj.,πεπνυμένα πάντα νοῆσαι Od.18.230
; ἄνδρων πλεῖστα νοησάμενος most cunning of men, of Sisyphus, Alc.Supp.7.6;ὀρθὰ ν. Hdt. 8.3
:—[voice] Pass.,ἐνθύμημα νενοημένον οὐκ ἀτόπως D.H.Th.37
.III c. inf., to be minded, intend, οὐδ' ἐνόησε ἐξερύσαι δόρυ bethought himself, Il.5.665; νοέω φρεσὶ τιμήςu σθαι 22.235; ; ἦ γὰρ νοεῖς θάπτειν σφε; S.Ant.44, cf. 770, El. 389, etc.:—[voice] Med., once in Hom., μάστιγα.. νοήσατο χερσἰν ἑλέσθαι he thought with himself to take the scourge, Il.10.501; ἐνέ- νωτο στρατεύειν he was minded to march, Hdt.1.77, cf. 7.206, 9.53.IV of words, bear a certain sense, mean,πυθοίμεθ' ἂν τὸν χρησμὸν ὅ τι νοεῖ Ar.Pl.55
, cf. Nu. 1186, Pl.Cra. 407e; [εἰ] τοῦτο.. νοεῖ αὐτῷ if this means for him that.., Id.R. 335e; alsoἐπιδεῖξαι ἐθέλω τὸ νυνί μοι συμβεβηκὸς τί ποτε νοεῖ Id.Ap. 40a
; τὸ νοούμενον the sense, meaning, Phld.Po.Herc.991.4, al.—Not in Th. or Oratt.
См. также в других словарях:
ενώνω — ένωσα, ενώθηκα, ενωμένος 1. μτβ., από δύο ή περισσότερα κάνω ένα σύνολο, ενοποιώ, συγχωνεύω: Το υδρογόνο ενώνεται με το οξυγόνο και σχηματίζει νερό. 2. συνδέω: Τους ενώνει κοινή ιδεολογία. – Η γέφυρα ενώνει τις δύο όχθες. 3. συναρμόζω, συνάπτω:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνώσας — ἐνώσᾱς , ἐνωθέω thrust in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνωσάσης — ἑνωσά̱σης , ἑνόω make one aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνώσας — ἑνώσᾱς , ἑνόω make one aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνώσασα — ἑνώσᾱσα , ἑνόω make one aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνώσασαν — ἑνώσᾱσαν , ἑνόω make one aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
με — (I) και μέ (συντετμημένος τύπος τού εμέ, αιτ. τού εγώ) όταν προτάσσεται τού ρήματος συνήθως διατηρεί τον τόνο του και χρησιμοποιείται ως μη εγκλιτική λέξη, ενώ όταν επιτάσσεται σχεδόν πάντοτε παραμένει άτονο και είναι εγκλιτική λέξη (α. «μέ… … Dictionary of Greek
ενώνω — ενώνω, ένωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής