-
1 εννοία
ἐννοίᾱ, ἔννοιαact of thinking: fem nom /voc /acc dual——————ἐννοίᾱͅ, ἔννοιαact of thinking: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 έννοια
ἔννοιαact of thinking: fem nom /voc sg——————ἔννοιαι, ἔννοιαact of thinking: fem nom /voc pl -
3 ἔννοια
A act of thinking, reflection, cogitation (συντονία διανοίας Pl.Def. 414a
);ἄξιον ἐννοίας Id.Lg. 657a
,al.2 notion, conception,χρόνου ἔννοια Id.Ti. 47a
;ἐν ταῖς περὶ τὸ ὂν.. ἐννοίαις Id.Phlb. 59d
; ἔ. λαβεῖν to form an idea, opp. αἴσθησιν λαβεῖν, Id.Phd. 73c;τοῦ καλοῦ ἔ. ἔχειν Arist.EN 1179b15
;ἐννοίας χάριν λέγειν Id.Metaph. 1073b12
; ἔννοιαι, opp. φαντασίαι, αἰσθήσεις, Id.MA 701b17;κατὰ ἀθρόαν ἔ. Epicur.Ep.1p.23U.
(but κατὰ πᾶσαν ἔ. θυμοῦ every kind, variety of anger, Phld.Ir.p.90 W.);δοξαστικαὶ ἔ. Epicur.Sent.24
;εἰς ἔ. ἔρχεσθαί τινος Plb.1.57.4
; εἰς ἔ. τινὸς ἄγειν τινά ib.49.10; ἡ κοινὴ ἔ. the common notion, Id.10.27.8; κοιναὶ ἔ. axioms, heading in Euc.; general ideas, Chrysipp.Stoic.2.154, etc.; ψιλὴ ἔ. mere, i.e. vague, notion, Simp. in Ph.18.1. -
4 ἔννοια
ἔννοια, ας, ἡ the content of mental processing, thought, knowledge, insight, (so esp. in the philosophers: Pla., Phd. 73c; Aristot., EN 9, 11, 1171a, 31f; 10, 10, 1179b, 13f; Epict. 2, 11, 2 and 3 al.; Plut., Mor. 900a; Diog. L. 3, 79; T. Kellis 22, 4; Herm. Wr. 1, 1; Philo; but also outside philosophic contexts: X., An. 3, 1, 13; Diod S 20, 34, 6; PRein 7, 15 [II B.C.]; UPZ 19, 111; 110, 32 [all II B.C.]; Pr 1:4; 2:11 al.; Jos., Bell. 2, 517 and Ant. 14, 481; Test12Patr; TestSol 20:5 εἰς ἔννοιαν ἐλθεῖν; Just. Tat.; Ath.; ἔ. ἔχειν τοῦ θεοῦ Orig., C. Cels. 4, 96, 3; περὶ τοῦ δημιουργοῦ ἐ. 4, 26, 46; ἔ. τῶν νόμων Did., Gen. 113, 1) κ. ὑμεῖς τ. αὐτὴν ἔννοιαν ὁπλίσασθε arm yourselves also w. the same way of thinking 1 Pt 4:1; ἐννοεῖν ἔ. Dg 8:9. ἐδόκει γ[ὰρ ἑτε]ερογνωμονεῖν τῇ ἐκ[ε]ίν[ου ἐν]νοίᾳ (what was said) appeared to differ in sense from what he (the Redeemer) had in mind GMary 463, 9–11.—αὕτη ἡ ἀπό[ρ]ροια τῆ[ς ἐ]ννοίας, this emanation of the (divine) mind Ox 1081, 30f=SJCh 90, 7f; cp. Just., A I, 64, 5 πρώτην ἔννοιαν ἔφασαν τὴν Ἀθηνᾶν ‘they called Athena the first thought [of Zeus]’, sim. Helen as wife of Simon Magus 26, 3. Pl. (Jos., Ant. 6, 37; Just., D. 93, 1; Tat., Ath.) w. διαλογισμοί 1 Cl 21:3. W. ἐνθυμήσεις (Job 21:27 Sym.) Hb 4:12; 1 Cl 21:9. W. λογισμοί Pol 4:3.—B. 1212. DELG s.v. νόος. M-M. TW. Sv. -
5 ἐννοία
Βλ. λ. εννοία -
6 ἐννοίᾳ
Βλ. λ. εννοία -
7 ἔννοια
Βλ. λ. έννοια -
8 ἔννοιᾳ
Βλ. λ. έννοια -
9 ἔννοια
-ας + ἡ N 1 0-0-0-12-2=14 Prv 1,4; 2,11; 3,21; 4,1; 5,2act of thinking, reflection, cogitation Prv 1,4; notion, conception, idea Wis 2,14→NIDNTT; TWNT -
10 έννοια
1) concept2) implication3) meaning4) worryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έννοια
-
11 εννοίας
ἐννοίᾱς, ἔννοιαact of thinking: fem acc plἐννοίᾱς, ἔννοιαact of thinking: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 ἐννοίας
ἐννοίᾱς, ἔννοιαact of thinking: fem acc plἐννοίᾱς, ἔννοιαact of thinking: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 εννοίαι
-
14 ἐννοίαι
-
15 έννοιαι
-
16 ἔννοιαι
-
17 έννοιαν
-
18 ἔννοιαν
-
19 εννοιών
-
20 ἐννοιῶν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐννοία — ἐννοίᾱ , ἔννοια act of thinking fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοίᾳ — ἐννοίᾱͅ , ἔννοια act of thinking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔννοια — act of thinking fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έννοια — I 1. καθολική παράσταση, που περιλαβαίνει τα κύρια γνωρίσματα ενός ή περισσότερων αντικειμένων με τα οποία εκφράζεται η ουσία τους: Η έννοια του δέντρου. – Η έννοια της αρετής. 2. σημασία, νόημα: Η έννοια της λέξης «ανθρωπιά». 3. (ψυχ.), η εικόνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έννοια — (I) η (AM ἔννοια) [εννοώ] 1. η αντίληψη, η σύλληψη με τον νου τού περιεχομένου ενός συγκεκριμένου ή αφηρημένου πράγματος, η ιδέα που σχηματίζεται στον νου για ένα πράγμα («η έννοια τού ανθρώπου» «τοῡ καλοῡ ἔννοιαν ἔχειν», Αριστοτ.) 2. (λογ. και… … Dictionary of Greek
ἔννοιᾳ — ἔννοιαι , ἔννοια act of thinking fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοίας — ἐννοίᾱς , ἔννοια act of thinking fem acc pl ἐννοίᾱς , ἔννοια act of thinking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… … Dictionary of Greek
καταναγκασμός — Έννοια που απασχολεί τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία και την πρακτική του δικαίου, γιατί αναφέρεται τόσο στη νόμιμη όσο και στην παράνομη χρήση βίας. Ο κ. υπόκειται γενικά σε τριών ειδών διακρίσεις. Η πρώτη αναφέρεται στη διάκριση ανάμεσα σε… … Dictionary of Greek
ἐννοίαι — ἐννοίᾱͅ , ἔννοια act of thinking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερεγώ — Έννοια της φροϋδικής ψυχαναλυτικής θεωρίας που καθορίζει ότι η συμπεριφορά της ψυχής ρυθμίζεται από την υφή της σκέψης. Σύμφωνα με τη θεωρία του Φρόυντ, το υ. είναι το ιδεώδες του εγώ, είναι η τρίτη σημαντική διάρθρωση της σκέψης. Οι άλλες δυο… … Dictionary of Greek