Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἔνδιος

См. также в других словарях:

  • ένδιος — ἔνδιος, ον (Α) 1. μεσημεριάτικος («ἔνδιοι ἱκόμεσθ ἱερόν ῥόον, Ἀλφειοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται στη διάρκεια τής ημέρας 3. ο προερχόμενος από τον ουρανό («ὕδατος ἐνδίοιο») 4. μετέωρος («κλῶνες... ἔνδιοι») 5. φρ. «ἔνδιον… …   Dictionary of Greek

  • Ἔνδιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνδιος — ἔνδῑος , ἔνδιος at midday masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐνδίοιο — Ἔνδιος masc gen sg (epic) Ἔνδιος neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐνδίοις — Ἔνδιος masc dat pl Ἔνδιος neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐνδίου — Ἔνδιος masc gen sg Ἔνδιος neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐνδίῳ — Ἔνδιος masc dat sg Ἔνδιος neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔνδιον — Ἔνδιος masc acc sg Ἔνδιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐνδίους — Ἔνδιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔνδια — Ἔνδιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔνδιοι — Ἔνδιος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»