Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἔκδηλος

См. также в других словарях:

  • Ἔκδηλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκδηλος — conspicuous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκδηλος — η, ο (AM ἔκδηλος, ον) ολοφάνερος, καταφανής (α. «η έκδηλη προσπάθεια να αποκρύψει την αλήθεια» β. «πάντα ἐποίησεν ἔκδηλα», Δημ.) αρχ. έξοχος, εξαίρετος …   Dictionary of Greek

  • έκδηλος — η, ο επίρρ. α ολωσδιόλου φανερός, ολοφάνερος, καταφανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκδηλότερον — ἔκδηλος conspicuous adverbial comp ἔκδηλος conspicuous masc acc comp sg ἔκδηλος conspicuous neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδηλοτέρων — ἔκδηλος conspicuous fem gen comp pl ἔκδηλος conspicuous masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδηλότατα — ἔκδηλος conspicuous adverbial superl ἔκδηλος conspicuous neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδηλότατον — ἔκδηλος conspicuous masc acc superl sg ἔκδηλος conspicuous neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδήλως — ἔκδηλος conspicuous adverbial ἔκδηλος conspicuous masc/fem acc pl (doric) ἐκδηλόω show plainly imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκδηλον — ἔκδηλος conspicuous masc/fem acc sg ἔκδηλος conspicuous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδηλοτάτη — ἔκδηλος conspicuous fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»