Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἔνδικα

См. также в других словарях:

  • ἔνδικα — ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc pl ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένδικα μέσα — Τα δικαστικά μέσα που παρέχει ο νόμος σε ορισμένα πρόσωπα –διαδίκους ή τρίτους– τα οποία έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν τις αποφάσεις είτε στο ίδιο δικαστήριο που πήρε την απόφαση (ανακοπή, επανάληψη διαδικασίας, αναψηλάφηση) είτε σε άλλο… …   Dictionary of Greek

  • τἄνδικα — ἔνδικα , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc pl ἔνδικα , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδίκας — ἐνδίκᾱς , ἔνδικος according to right fem acc pl ἐνδίκᾱς , ἔνδικος according to right fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνδικ' — ἔνδικα , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc pl ἔνδικα , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc pl ἔνδικε , ἔνδικος according to right masc voc sg ἔνδικε , ἔνδικος according to right masc/fem voc sg ἔνδικαι , ἔνδικος according to… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνδιχ' — ἔνδικα , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc pl ἔνδικα , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc pl ἔνδικε , ἔνδικος according to right masc voc sg ἔνδικε , ἔνδικος according to right masc/fem voc sg ἔνδικαι , ἔνδικος according to… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένδικος — η, ον (AM ἔνδικος, ον) αυτός που γίνεται σύμφωνα με το δίκαιο, νόμιμος («ένδικα μέσα», «χάριν ἔνδικον», Πίνδ.) αρχ. μσν. (για πρόσ.) δίκαιος («τὶς γὰρ δεδοικὼς μηδὲν ἔνδικος βροτῶν», Αισχ.) αρχ. 1. (για πόλη, δήμο) αυτός στον οποίο απονέμεται η… …   Dictionary of Greek

  • δικονομία — Το σύνολο των νομικών διατάξεων οι οποίες ρυθμίζουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης. Οι δικονομικές διατάξεις αποβλέπουν ειδικότερα στην άρση των ανωμαλιών που παρουσιάζονται στις σχέσεις δικαίου των ανθρώπων και στην έκδοση ορθών… …   Dictionary of Greek

  • τἄνδιχ' — ἄνδιχα , ἄνδιχα asunder indeclform (adverb) ἔνδικα , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc pl ἔνδικα , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc pl ἔνδικε , ἔνδικος according to right masc voc sg ἔνδικε , ἔνδικος according to right… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράβολο — (Νομ.). Χρηματικό ποσό που προκαταβάλλεται στο Δημόσιο Ταμείο, είτε για την άσκηση ένδικου μέσου (έφεσης, αναίρεσης, αίτησης ακύρωσης κλπ.) είτε για την άσκηση ορισμένου δικαιώματος (υποβολή υποψηφιότητας βουλευτών κλπ.). Κατά τον Κώδικα… …   Dictionary of Greek

  • ποινικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποινή, η οποία επιβάλλεται για κολάσιμη πράξη 2. (ειδικά) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αδικήματα για τα οποία επιβάλλονται ποινές από τα δικαστήρια 3. το αρσ. ως ουσ. ο ποινικός ο κρατούμενος στη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»