-
1 ένδικα
ἔνδικοςaccording to right: neut nom /voc /acc plἔνδικοςaccording to right: neut nom /voc /acc pl -
2 ἔνδικα
ἔνδικοςaccording to right: neut nom /voc /acc plἔνδικοςaccording to right: neut nom /voc /acc pl -
3 ένδικ'
ἔνδικα, ἔνδικοςaccording to right: neut nom /voc /acc plἔνδικα, ἔνδικοςaccording to right: neut nom /voc /acc plἔνδικε, ἔνδικοςaccording to right: masc voc sgἔνδικε, ἔνδικοςaccording to right: masc /fem voc sgἔνδικαι, ἔνδικοςaccording to right: fem nom /voc pl -
4 ἔνδικ'
ἔνδικα, ἔνδικοςaccording to right: neut nom /voc /acc plἔνδικα, ἔνδικοςaccording to right: neut nom /voc /acc plἔνδικε, ἔνδικοςaccording to right: masc voc sgἔνδικε, ἔνδικοςaccording to right: masc /fem voc sgἔνδικαι, ἔνδικοςaccording to right: fem nom /voc pl -
5 ένδιχ'
ἔνδικα, ἔνδικοςaccording to right: neut nom /voc /acc plἔνδικα, ἔνδικοςaccording to right: neut nom /voc /acc plἔνδικε, ἔνδικοςaccording to right: masc voc sgἔνδικε, ἔνδικοςaccording to right: masc /fem voc sgἔνδικαι, ἔνδικοςaccording to right: fem nom /voc pl -
6 ἔνδιχ'
ἔνδικα, ἔνδικοςaccording to right: neut nom /voc /acc plἔνδικα, ἔνδικοςaccording to right: neut nom /voc /acc plἔνδικε, ἔνδικοςaccording to right: masc voc sgἔνδικε, ἔνδικοςaccording to right: masc /fem voc sgἔνδικαι, ἔνδικοςaccording to right: fem nom /voc pl -
7 ενδίκας
ἐνδίκᾱς, ἔνδικοςaccording to right: fem acc plἐνδίκᾱς, ἔνδικοςaccording to right: fem gen sg (doric aeolic) -
8 ἐνδίκας
ἐνδίκᾱς, ἔνδικοςaccording to right: fem acc plἐνδίκᾱς, ἔνδικοςaccording to right: fem gen sg (doric aeolic) -
9 τάνδικα
ἔνδικα, ἔνδικοςaccording to right: neut nom /voc /acc plἔνδικα, ἔνδικοςaccording to right: neut nom /voc /acc pl -
10 τἄνδικα
ἔνδικα, ἔνδικοςaccording to right: neut nom /voc /acc plἔνδικα, ἔνδικοςaccording to right: neut nom /voc /acc pl -
11 τάνδιχ'
ἄνδιχα, ἄνδιχαasunder: indeclform (adverb)ἔνδικα, ἔνδικοςaccording to right: neut nom /voc /acc plἔνδικα, ἔνδικοςaccording to right: neut nom /voc /acc plἔνδικε, ἔνδικοςaccording to right: masc voc sgἔνδικε, ἔνδικοςaccording to right: masc /fem voc sgἔνδικαι, ἔνδικοςaccording to right: fem nom /voc pl -
12 τἄνδιχ'
ἄνδιχα, ἄνδιχαasunder: indeclform (adverb)ἔνδικα, ἔνδικοςaccording to right: neut nom /voc /acc plἔνδικα, ἔνδικοςaccording to right: neut nom /voc /acc plἔνδικε, ἔνδικοςaccording to right: masc voc sgἔνδικε, ἔνδικοςaccording to right: masc /fem voc sgἔνδικαι, ἔνδικοςaccording to right: fem nom /voc pl -
13 τίνυμαι
τίνῠμαι, inf.A :—poet. for τίνομαι (v.τίνω 11
), punish, chastise, c. acc. pers., [Ζεὺς] τίνυται ὅς τις ἁμάρτῃ Od.13.214
;οἳ.. ἀνθρώπους τίνυσθον, ὅτις κ' ἐπίορκον ὀμόσσῃ Il.3.279
, cf. 19.260, Plu.Crass.21: c. acc. rei, λώβην τινύμενος chastising insolence, Od. 24.326.2 avenge, take vengeance for, (v.l.); αἵματος δίκαν, φόνον, E.Or. 323 (lyr.): abs., avenge oneself, Hdt.5.77.II [voice] Act., pay penalty, only in late writers, δίκας τιννύοντες Plu.Brut.33;Aδίκην τιννύς Olymp.Hist. p.455
D.; gen. pl. ἐκ-τιννύντων v.l. in D.S.16.29; ἐκ-τιννύω, = pendo, Gloss.; δίκας τιννύω, = pendo poenas, ib. [The [ per.] 1st syll. is prob.always long (even in E.Or. 323); the spellings ἀποτεινύτω (Crete, v B.C.), ἀποτειννυέτω (Avrom., i B.C.) (v. ἀποτίνυμι), and the form of the root ( τῐ-: τει-: ποι- (v. τίνω), never τῑ-, which belongs only to τίω ) show that the true spellings are τεινυ-, later τειννυ-, still later τῑννυ- with ι long by nature: the early forms ἀποτινυ[μεν (v. ἀποτίνυμι) , [τ]ινυμε[νο] GDI 5125 A 3 ([place name] Crete) remain unexplained: τίν[υ]σθαι is uncertain in IG12(9).1273 (p. viii) (Eretria, vi B.C.): perh. τῐνυ- existed as well as τεινυ-.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τίνυμαι
См. также в других словарях:
ἔνδικα — ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc pl ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένδικα μέσα — Τα δικαστικά μέσα που παρέχει ο νόμος σε ορισμένα πρόσωπα –διαδίκους ή τρίτους– τα οποία έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν τις αποφάσεις είτε στο ίδιο δικαστήριο που πήρε την απόφαση (ανακοπή, επανάληψη διαδικασίας, αναψηλάφηση) είτε σε άλλο… … Dictionary of Greek
τἄνδικα — ἔνδικα , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc pl ἔνδικα , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδίκας — ἐνδίκᾱς , ἔνδικος according to right fem acc pl ἐνδίκᾱς , ἔνδικος according to right fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνδικ' — ἔνδικα , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc pl ἔνδικα , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc pl ἔνδικε , ἔνδικος according to right masc voc sg ἔνδικε , ἔνδικος according to right masc/fem voc sg ἔνδικαι , ἔνδικος according to… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνδιχ' — ἔνδικα , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc pl ἔνδικα , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc pl ἔνδικε , ἔνδικος according to right masc voc sg ἔνδικε , ἔνδικος according to right masc/fem voc sg ἔνδικαι , ἔνδικος according to… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένδικος — η, ον (AM ἔνδικος, ον) αυτός που γίνεται σύμφωνα με το δίκαιο, νόμιμος («ένδικα μέσα», «χάριν ἔνδικον», Πίνδ.) αρχ. μσν. (για πρόσ.) δίκαιος («τὶς γὰρ δεδοικὼς μηδὲν ἔνδικος βροτῶν», Αισχ.) αρχ. 1. (για πόλη, δήμο) αυτός στον οποίο απονέμεται η… … Dictionary of Greek
δικονομία — Το σύνολο των νομικών διατάξεων οι οποίες ρυθμίζουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης. Οι δικονομικές διατάξεις αποβλέπουν ειδικότερα στην άρση των ανωμαλιών που παρουσιάζονται στις σχέσεις δικαίου των ανθρώπων και στην έκδοση ορθών… … Dictionary of Greek
τἄνδιχ' — ἄνδιχα , ἄνδιχα asunder indeclform (adverb) ἔνδικα , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc pl ἔνδικα , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc pl ἔνδικε , ἔνδικος according to right masc voc sg ἔνδικε , ἔνδικος according to right… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράβολο — (Νομ.). Χρηματικό ποσό που προκαταβάλλεται στο Δημόσιο Ταμείο, είτε για την άσκηση ένδικου μέσου (έφεσης, αναίρεσης, αίτησης ακύρωσης κλπ.) είτε για την άσκηση ορισμένου δικαιώματος (υποβολή υποψηφιότητας βουλευτών κλπ.). Κατά τον Κώδικα… … Dictionary of Greek
ποινικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποινή, η οποία επιβάλλεται για κολάσιμη πράξη 2. (ειδικά) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αδικήματα για τα οποία επιβάλλονται ποινές από τα δικαστήρια 3. το αρσ. ως ουσ. ο ποινικός ο κρατούμενος στη … Dictionary of Greek