Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ξείνους

См. также в других словарях:

  • ξείνους — ξένος 1 guest friend masc acc pl (ionic) ξένος 2 guest friend masc acc pl (epic ionic) ξενόω make one s friend and guest imperf ind act 2nd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηφίζω — ΝΜΑ [ψήφος] νεοελλ. εκλέγω, αναδεικνύω κάποιον, στα πλαίσια εκλογικής αναμέτρησης (α. «τόν ψήφισαν και πάλι δήμαρχο» β. «ο λαός ψήφισε τους συντηρητικούς») νεοελλ. αρχ. (στην αρχ. το μέσ. ψηφίζομαι) 1. (γενικά) εκφράζω τη γνώμη μου με την ψήφο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»