-
1 πνόος
-
2 πυρί-πνοος
-
3 πύρ-πνοος
-
4 περί-πνοος
περί-πνοος, zsgzn περίπνους, umweht, durchweht, Theophr.
-
5 παλίμ-πνοος
παλίμ-πνοος, zurückathmend, Nonn. D. 37, 295.
-
6 πολύ-πνοος
πολύ-πνοος, zsgz. πολύπνους, viel oder sehr hauchend, duftend, Opp. Hal. 1, 460.
-
7 σύμ-πνοος
σύμ-πνοος, zsgzgn σύμπνους, mit einander oder zusammen hauchend, blasend, εὐμαϑίῃ σύμπνοος κλαμος Crinag. 4 (VI, 227); übertr., übereinstimmend, sich vereinigend, σύμπνουν καὶ σημπαϑῆ αὐτὸν ἑαυτῷ ὄντα Plut. de fat. 11.
-
8 βραχύ-πνοος
βραχύ-πνοος, kurzathmig, Hippocr.
-
9 βραδύ-πνοος
βραδύ-πνοος, langsam, schwer athmend, Medic.
-
10 μυρό-πνοος
-
11 μυρί-πνοος
μυρί-πνοος, zsgzgn - πνους, für μυρόπνοος, ὄχνη, Pallad. 106 (IX, 6), u. öfter in der Anth.; vgl. Lob. zu Phryn. 665.
-
12 κατά-πνοος
κατά-πνοος, angeweht, angehaucht, Poll. 1, 240.
-
13 κακό-πνοος
κακό-πνοος, zsgzgn κακόπνους, schlecht, schwer athmend, Poll. 1, 197.
-
14 καλλί-πνοος
καλλί-πνοος, zsgzgn καλλίπνους, schön athmend, duftend, ἄνϑη, Hesych. v. κρίνα; – αὐλοί, schön geblasen, schön tönend, Telest. bei Ath. XIV, 617 b.
-
15 εὐ-από-πνοος
εὐ-από-πνοος, leicht verwehend, Theophr.
-
16 εὐ-διά-πνοος
εὐ-διά-πνοος, zsgzgn -πνους, ουν, leicht zu verdampfen, leicht durch Transspiration zu verflüchtigen, ὑγρόν, Arist. part. an. 3, 9.
-
17 εὐθύ-πνοος
εὐθύ-πνοος, zsgzgn - πνους, 1) in gerader Richtung wehend, Ζέφυρος Pind. N. 2, 7; Arist. mund. 4, 14. – 2) gerade, leicht athmend, Hippocr.
-
18 εὔ-πνοος
εὔ-πνοος, zsgzgn εὔπνους, ep. ἐΰπνοος (über εἴπνοες s. Lob. paralip. 1741, 1) gut, leicht athmend, μυκτῆρες εὐπνοώτεροι Xen. re equ. 1, 10. – 2) gut, leicht ausdünstend, Hippocr.; Arist. Probl. 2, 6 u. öfter; dah. λείρια, νάρκισσος, wohlduftend, Mosch. 2, 32. 65; ῥόδον Ep. ad. 711 ( App. 287). – 3) gut zum Einathmen, ἀήρ Theophr.; Plut. Alez. 17 u. a. Sp. – 41 χωρίον, gut durchweht, lustig, Arist.; τὸ εὔπνουν τοῠ τόπ ου Plat. Phaedr. 230 c; νεφέλαι εὔπνοοι αὔραις Orph. H. 21, 6; gut wehend, πνοιαί h. 37, 27; δένδρα, dem Eindringen der Luft ausgesetzt, Theophr.; κάλαμοι, gut, leicht zu blasen, Lengin. 2, 35. Bei Hippocr. auch λουτρόν, die Ausdünstung befördernd. Compar. εὐπνοώτερος, Xen. a. a. O., gew. εὐπνούστερος, Arist. part. an. 3, 12 u. A.
-
19 εἴς-πνοος
-
20 βαρύ-πνοος
βαρύ-πνοος, stark duftend, Nic. Al. 338 Th. 76.
См. также в других словарях:
πνόος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοός — ὁ, Α η πνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πνοή κατά τα αρσ. σε ος] … Dictionary of Greek
πνόω — πνόος masc nom/voc/acc dual πνόος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόπνους — μεγαλόπνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που πνέει ισχυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πνοος (< πνοή), πρβλ. ευθύ πνοος] … Dictionary of Greek
μελίπνοος — μελίπνοος, οον και ους, ουν (Α) 1. αυτός που αναδίδει μυρωδιά μελιού 2. μτφ. γλυκόφωνος, καλλίφωνος («καὶ τάνδε φέρευ πακτοῑο μελίπνουν ἐκ κηρῶ σύριγγα καλάν», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + πνόος (< πνοή < πνέω), πρβλ. μεγαλό πνοος] … Dictionary of Greek
πολύπνους — ουν και πολύπνοος, ον, Α 1. αυτός που πνέει, που φυσάει με σφοδρότητα 2. πολύ ευώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πνους / πνοος (< πνοή), πρβλ. ολιγό πνους / ολιγό πνοος] … Dictionary of Greek
αλίπνοος — ἁλίπνοος, ον (Α) αυτός που αποπνέει, που μυρίζει θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + πνοος < πνοή) … Dictionary of Greek
ανακαμψίπνοος — ἀνακαμψίπνοος (ἄνεμος), ο (Α) είδος ανεμοστρόβιλου, άνεμος που, ενώ πνέει προς μία κατεύθυνση, γυρίζει και πνέει αντίθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάκαμψις + πνοος < πνέω] … Dictionary of Greek
βαρύπνοια — βαρύπνοια, η (Α) η δύσπνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πνοια < πνοος < πνοή < πνέω (πρβλ. άπνοια, δύσπνοια, ταχύπνοια κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βραδύπνους — ουν (Α βραδύπνοος, ον) αυτός που πάσχει από βραδύπνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + πνοος < πνοή < πνέω (πρβλ. αντίπνοος, άπνοος, εύπνοος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βραχύπνοος — και βραχύπνους, ο (Α) αυτός που παρουσιάζει βραχύπνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + πνοος < πνοή < πνέω (πρβλ. αντίπνοος, άπνοος, βραδύπνοος κ.ά.) … Dictionary of Greek