-
1 κατά-πνοος
κατά-πνοος, angeweht, angehaucht, Poll. 1, 240.
-
2 κατάπνοος
κατά-πνοος, angeweht, angehaucht
См. также в других словарях:
πνοός — ὁ, Α η πνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πνοή κατά τα αρσ. σε ος] … Dictionary of Greek
1 κατά-πνοος
κατά-πνοος, angeweht, angehaucht, Poll. 1, 240.
2 κατάπνοος
πνοός — ὁ, Α η πνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πνοή κατά τα αρσ. σε ος] … Dictionary of Greek