Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πυρί-πνοος

См. также в других словарях:

  • ευθύπνους — εὐθύπνους, ουν και εὐθύπνοος, οον (Α) 1. (για άνεμο) αυτός που πνέει κατευθείαν («θοαῑς... ἄν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαί», Πίνδ.) 2. (για πρόσωπο) αυτός που αναπνέει ελεύθερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + πνους (< πνόος < πνοή),… …   Dictionary of Greek

  • πυρίπνους — ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. πυρίπνοος, οον, Α αυτός που εκβάλλει φωτιά, φλογοβόλος («πυρίπνοα τόξα» τα τόξα τού Έρωτα, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πνους / πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. θεό πνους, ιμερό πνους] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»