Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐμ-πτωσία

См. также в других словарях:

  • θυρεοειδοπτωσία — η ιατρ. η μετατόπιση τού θυρεοειδούς αδένα προς τα κάτω και μέσα στην ανώτερη περιοχή τού θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thyreoptose < thyreo (πρβλ. θυρεο ειδής) + ptose (πρβλ. πτωσία)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»